Με το τουφέκι και τη λύρα

Ουρανία

Εδώ και μέρες ένοιωθε μια βαριά σκιά να’ρχεται στον ύπνο του. Σαν ένα πρόσωπο, μια οπτασία που ήξερε τ’ όνομα του και τον καλούσε με αγάπη κάθε φορά που αποκοιμιόταν. Στην αρχή δεν μπορούσε να ξεχωρίσει τη μορφή που τον επισκεπτόταν. Στα λόγια πάλι, μόνο τ’ όνομα του σαν κάπως να’πιανε και μετα κάτι ακαθόριστο, πότε πότε του φαινότανε πως αναγνώριζε σκόρπιες λέξεις: «πίσω», «Πατρίδα», «αμπλά»…… μα παλι δεν ήταν ποτε σίγουρος. Και μιαν απέραντη τρυφερότητα ένοιωθε σ’αυτά τα λόγια. Αναλογιζότανε τ’ όνειρο σαν ξυπνούσε, μα ύστερα τον ρουφούσε η δίνη της ημέρας και το ξέχναγε.  Είχε βαρύνει η μέρα του τελευταία. Μετα τη δουλειά, έφευγε στο νοσοκομείο να δει τη γιαγιά του. «Τόσα χρόνια οι έγνοιες και οι αποστάσεις δε μ’άφηναν να τη δώ, και τη βλέπω τώρα να ετοιμάζεται «σκέφτονταν και ύστερα πάλι ένοιωθε τύψεις, γιατι ήξερε πως δεν ήταν μόνο αυτό: Πάνω απ’όλα η αμέλεια του ήταν, ο εφησυχασμός, «δεν έχω δικαιολογία» σκεφτόταν και παρα λίγο βούρκωνε, καθως η μηχανή του κατάπινε τα χιλιόμετρα από τον Πειραιά στο Νοσοκομείο. Πειραιάς-νοσοκομείο, μια διαδρομή που έκαμε και η γιαγιά του. Ένα κομμάτι της Οδύσσειας της, το πιο εύκολο μέχρι τώρα, το κομμάτι το προτελευταίο. Τι ήταν γι’αυτή τη θυμόσοφη Καραμαλού αυτή η στάση; Πόσες διαδρομές είχε κάμει στη ζωή της, πόσους κόσμους γύρισε όχι για αναψυχή, όπως αυτός, αλλά από ανάγκη; Ήξερε λίγο, είχε ακούσει κάτι ιστορίες, κι απ’αυτήν κι από τ’ αδέλφια  της όταν, παιδί ακόμα ατίθασο και ανήσυχο, κρυφάκουγε τις συζητήσεις των μεγάλων. Όταν ο πατέρας του, αντί να τον κοιμίσει, αποκοιμιόταν αυτός κάτω από το βάρος μιας γεμάτης μόχθο μέρας, κι αυτός δραπετευε από το κρεββατάκι του και χωνότανε μέσα στα πόδια συγγενών και φίλων. Κι άλλες ιστορίες έχει καταγράψει, πιο μεγάλος, όταν άρχισε ν’ αναρωτιέται ποιος είναι. Κάτι ήξερε, κάτι είχε ακούσει. Μέρη που ποτέ δε γνώρισε, ονόματα παράξενα, και πορείες πάνω κάτω στο χώρο και στο χρόνο. Κάποιες απορίες τις έλυνε σιγά σιγά, άλλες τον απασχολούσαν ακόμα. «Η προγιαγιά σου, τα ελληνικά τα’ μαθε στη Δραπετσώνα» του έλεγαν οι μεγάλοι. Τη θυμόταν καλά. Με τη βαριά προφορά της, μέσα σε μια καμαρα στην Υπαπαντή φορτωμένη χαλιά, κασέλες και ένα γραμμόφωνο 78 στροφών. Και τα παιδιά της να της μιλούν Τούρκικα. Όλα. Ακόμα και ο πιο μικρός αδελφός της γιαγιάς του, που δεν γεννήθηκε στην Πατρίδα όπως οι άλλοι, αλλά μέσα σε μια σκηνή στα πρώτα χρόνια της προσφυγιάς. Στην αρχή αυτά του φαινότανε παράξενα. Πως, Έλληνες αυτοί, μιλούσανε πρώτα τα Τουρκικά; Και πως, ενώ ήταν Πειραιώτες, ήταν ΑΕΚτζηδες; Χαμογελούσανε στις ερωτήσεις του αλλά είχε μια πίκρα αυτό το χαμόγελο. «Αυτά μιλούσαμε στην Πατρίδα…»Δεν είμαστε μόνο Πειραιώτες…» Κουβέντες μετρημένες και κοφτές, και επιστροφή στο μεροκάματο, δε σταματά ποτέ αυτό το πήγαιν’ έλα.  Στο διάδρομο του νοσοκομείου οι συνήθεις επισκέπτες. Ξαδέρφια και συγγενείς, πρόσωπα που μαζεύονταν πια σχεδόν μόνο σε τέτοιες καταστάσεις. Γύρισε σπίτι του αργά, η κατάσταση σταθερά άσχημη.  Η οπτασία ξαναήρθε. Αυτή η φωνή ήταν γνωστή, τη χροιά της την είχε ξανακούσει. Πότε; Φαινότανε να χάνεται κάμποσα χρόνια πίσω, αλλά και πιο κοντά, κάποιες μέρες πίσω, κάποιες ώρες πίσω. «Πίσω», μετα «Πατρίδα», μετα «αμπλα», μετα κι άλλα που δεν τα’ νοιωθε. Ξύπνησε απορημένος. Μέχρι το πρωÀ η οπτασία δεν ξαναήρθε.  Την είχε συνηθίσει πια. Παρ’ όλο που δεν καταλάβαινε τι συμβαίνει, ο ύπνος του είχε γίνει πιο γλυκός. Ένοιωθε μια ζεστασιά να τον αγκαλιάζει και τον προστατεύει, κάποιον να το νοιάζεται. Η απορία του μεγάλωνε.  Είχε καιρό να παει στον Αγιο Σάββα. Τον είχαν χτίσει οι πρώτοι πρόσφυγες όταν έφτασαν στην Παλιά Ελλάδα, και μια εικόνα που ιστορούσε το συντοπίτη τους Άγιο και που είχαν φέρει από την Πατρίδα ήταν πάντα πνιγμένη στα τάματα και στις ευχαριστίες. Μπήκε αθόρυβα, ο νεωκόρος ούτε καν τον πρόσεξε. Άναψε ένα κερι, έκατσε λίγο σκεφτικός μπροστά στην εικόνα. Διέκρινε τη σιλουέτα ενός ιερέα και τον πλησίασε. Γιος του ιερέα του χωριού στην Καππαδοκία, μεγάλος πια κι αυτός συνέχιζε να διακονεί ένα ποιμνιο που έπρεπε, τρεις γενιές τώρα, να αλλάξει για ν’αντιμετωπίσει καινούργιες καταστάσεις παραμένοντας το ίδιο. Τον θυμόταν άραγε, παπαδάκι κάθε Μεγάλη Εβδομάδα να συνορίζεται με τ’ άλλα παιδιά το Ευαγγέλιο στην περιφορά του Επιταφίου; Ένα Ευαγγέλιο που έμοιαζε με όλα τα άλλα  Ευαγγέλια, με το χρυσό του δέσιμο και τις σελίδες τις κιτρινισμένες κι εκείνα τα γράμματα τα Ελληνικά που όμως δε σχηματίζανε Ελληνικές λέξεις. Που μαζί με την εικόνα, ήρθε από απέναντι πριν χρόνια, συμπυκνώνοντας τον ιδρώτα και τον κόπο μιας γης που αυτός ποτε δεν πάτησε, μια πορεία αιώνων που κόπηκε ξαφνικά το ’24. «Δείξε μου πάλι το Ευαγγέλιο παπα-Πρόδρομε» τον παρακάλεσε. Ο γέροντας του ‘δειξε μια προθήκη, πίσω από το τζάμι το Ευαγγέλιο ήταν ανοιγμένο σε μια σελιδα, έτσι τυχαία άραγε; «Είναι η ευχή για τους νεκρούς», του είπε ο παππάς.  «Ένας ένας και φεύγουν, αυτοί που γεννήθηκαν εκεί. Πρέπει λοιπόν να μπορούν οι ψυχές ν’ ακούσουν το κατευόδιο στη γλώσσα που πρωτόμαθαν. Και που δεν ξέχασαν όσο βρίσκονταν εδώ. Τη γλώσσα που αναγκάστηκαν να μιλούν αφήνοντας τη δική τους πολλές γενιές πίσω, ζώντας ανάμεσα σε ξένους για οκτώ αιώνες. Όμως ποτε δεν έχασαν την ταυτότητά τους. Έμειναν Ρωμιοί, αντιστεκόμενοι για οκτώ αιώνες, κι είχαν σα σημείο αναφοράς πάντα τα όποια κράτη του Ελληνισμού. Είχαμε πια χαθεί για το Βυζάντιο, κι όμως οι εκκλησίες που χτίζαμε στα 1216/17, έγραφαν «επι βασελεως Θεοδορου Λασκαρι», αφού τότε η Αυτοκρατορία της Νίκαιας ήταν η πιο κοντινή σε μας κι η Πόλη φραγκεμένη. Κι όταν χάσαμε τη γλώσσα μας, με Ελληνικούς χαρακτήρες γράφαμε τα τουρκικα. Είμασταν ήδη σκλάβοι όταν έπεσε η Πολη, και μείναμε σκλάβοι όταν άρχισε να ελευθερώνεται σιγα σιγα η Ελλάδα. Και όταν οι χωριανοί μας, μετανάστες στην Πολη άρχισαν να προκόβουν και να στέλνουν χρήματα για το σχολείο, σιγα σιγα αρχίσαμε να ξαναμαθαίνουμε τα Ελληνικά. Μα Ρωμιοί είμαστε πάντα, γιατι είμαστε Χριστιανοί. Άλλο το γενος το δικό μας. Και τα Ευαγγέλια μας στα Τούρκικα γραμμένα, με τα Ελληνικά τα γράμματα, την καραμανλιδικη γραφή…». Διάβασε τη σελιδα στην οποια ήταν ανοιγμένο το Ευαγγέλιο από μεσα του. Μα η φωνή που τα διάβαζε δεν ήταν η δική του. Ερχότανε ξανα από το όνειρο, και όχι μόνο….. Από που αλλού; Πότε θα ξεκαθάριζε αυτός ο ήχος;  Αναλογίστηκε τα καραβάνια των προσφύγων. Τις ετοιμασίες. Τον αποχωρισμό από την Καππαδοκική γη. Και μετα, το καράβι από τη Σελεύκεια στην Κύπρο. Το ταξίδι μέχρι τον Αη Γιώργη, στο Κερατσίνι. Την καραντίνα, που βάστηξε πολύ πανω από σαράντα μέρες. Και τις παράγκες της Δραπετσώνας. Δουλειά ό,τι να’ναι και την πρόποση «του χρόνου στα σπίτια μας»… Τι σημαίνει γι’αυτόν  η Καππαδοκία; Η Πατρίδα της γιαγιάς του, της προγιαγιάς του, του πατέρα του που γεννήθηκε στον Πειραιά, η δική του Πατρίδα;  «Χαιρετισμούς απ τον Παπα-Πρόδρομο γιαγιά» της ψιθύρισε το βράδι καθώς τη φιλούσε στο μάγουλο. Η κατάσταση παρέμενε σταθερή, του είπε ο γιατρός, κι ήξεραν ότι στη θεση της λέξης «κατάσταση» έπρεπε να βάλουν «πορεία». Το ταξίδι είχε αρχίσει «Θέλει να’ ρθει να σε δει. Μπορεί αύριο κιόλας. Ίσως σου φέρει να μεταλαβεις, αφού έχεις καιρό να πας». Η φωνή της βάραινε, ήταν όμως ακόμα καθαρή. Είχε ξαναγίνει παιδί στην αγκαλιά της, τότε που αντι για παραμύθια του’λεγε ιστορίες από την Πατρίδα. Για παράξενους τόπους, για ανθρώπους αλλόκοτους, για τους Τούρκους, τους Ρωμιούς, τον Αη Γιώργη και τον Άγιο Μαμα που τους λατρεύανε και οι Τούρκοι… Στο δωμάτιο του νοσοκομείου ήτανε βράδυ, κι η γιαγιά τράβηξε τον εγγονό της κοντύτερα. «Πάλι ιστορίες θα μου πεις γιαγιά;» Του έγνεψε ναι, αλλά δε χαμογελούσε. «Δεν πρόλαβα να την πω στον πατέρα σου, κι έτσι πρέπει να την ακούσεις εσύ». Η φωνή βάρυνε κι άλλο, λίγο λίγο θόλωνε αλλά αυτός δεν έχανε ούτε λέξη. Η καρδιά του άρχισε να χτυπά γρήγορα, ο ιδρώτας κυλούσε στο πρόσωπό του και μούσκευε τα ρούχα του. «Πίσω στην Πατρίδα, πανε πολλά χρόνια άφησα την αμπλά μου. Στην ενδοχώρα τον πόλεμο δεν τον καταλάβαμε. Ούτε έφτασε σε μας ο ελληνικός στρατός. Όμως κάποιοι τσέτες πέρασαν από μας στο δρόμο για τη Σμύρνη. Παίζαμε στο χώμα το βρεγμενο της καταιγίδας όταν τους είδαμε. Η Αθηνά, η Χαρίκλεια, η Ουρανία κι εγώ. Τ’ άλλα αδέλφια μας ήτανε στο σχολείο, κι ο Ιορδάνης, ο μεγαλύτερος στα χωράφια. Τρέξαμε να κρυφτούμε στριγκλίζοντας. Κι όταν ξαναμετρηθήκαμε η Ουρανία έλειπε. Ήταν η πιο μεγάλη μας και η πιο όμορφη». Η καρδιά του πήγαινε να σπάσει, όμως η γιαγιά δεν είχε ακόμα τελειώσει.  «Δεν την ξαναείδαμε από τότε. Η προγιαγιά σου δεν περιμενε την καταστροφή για να αρχίσει να θρηνεί χαμένα της παιδιά. Κι αυτό το έκλαψε πιο πολύ απ’ όλα. Όταν έφυγε ο Γρηγόρης να παρουσιαστεί εθελοντής στη Σμύρνη, το’ξερε πως δε θα γύριζε. Στην καταστροφή τον ποδοπάτησε ο όχλος, φορώντας αυτός τη στολή του Ελληνικού Στρατού. Μας το’πε χρόνια μετα ένας φίλος του που γλίτωσε, στη Νεα Καρβαλη πια. Ο Γιαννακός χάθηκε στην κατοχή, καθώς έσκαζε λάστιχα σε Γερμανικά αυτοκίνητα. Μα η κόρη της ήταν πάντα μια πληγή ανοιχτή. Στην αρχή την περίμενε πίσω. Κάπου θα την παρατούσανε αφού τελειώνανε τα κέφια τους. Όμως αυτή δεν ξαναγύρισε. Στον Πειραιά ποτε δεν είπε τ’ όνομά της, ούτε μας άφησε να θαρρούμε πως τη σκέφτεται. Όμως κάποτε μετα τον πόλεμο, ήρθε στο σπίτι μας μια επιτροπή του Ερυθρού Σταυρού. Στην προγιαγιά σου μόνο μιλήσανε, είχε χηρέψει πια. Ποτε δε μάθαμε. Λίγο πριν πεθάνει, φώναξε στην κλίνη της τον Ιορδανη και το Βασίλη. Και μόνο αφού μας άφησε μάθαμε. Για την αμπλα μας. Πως οι τσέτες την πουλήσανε σ’ένα Τούρκο έμπορο. Πως την έβαλε να τουρκέψει, πως έκαμε μαζί της τέσσερα παιδιά. Πως αυτή έμεινε στα κρυφά Χριστιανή, πως όσο μπορούσε μιλούσε στα παιδιά της γι’αυτή την πίστη, για τη Ρωμιοσύνη της. Έμαθε για την ανταλλαγή.  Στο χωριό μας ήρθανε Τούρκοι και όταν ο άντρας της χρειάστηκε να’ρθει στη Νίγδη για τις δουλειές του, του ζήτησε ν’ αγοράσει το σπίτι μας να μείνουν. Και ζει εκεί, κι είναι σα να μη φύγαμε ούτε μεις. Τα ειπε σ’έναν Έλληνα στρατιώτη στον πόλεμο του ’40, όταν ένα σώμα του στρατού μας διέφυγε στην Αίγυπτο μέσω Μικράς Ασίας. Ήταν η πρώτη φορά μετα από αιώνες που Έλληνες στρατιώτες πατουσαν το πόδι τους στην Καππαδοκία. Μα όχι όπως θα θέλαμε. Δίχως οπλισμό. Κάποιοι απ’αυτούς μάλιστα δεν το αντέξανε. Μίλησε σε έναν απ’αυτους με χίλιες προφυλάξεις. Τού’δωσε ένα γράμμα για τη μάνα της. Κι αυτός το παρέδωσε στον Ερυθρο Σταυρό στο ΚαÀρο. Τα μετα στα είπα.  Κι έλεγε να πάμε να τη βρούμε. Αυτή δεν μπορούσε να φύγει. Αλλά και να μπορούσε, σάμπως ήξερε τι γίναμε; Και τώρα που εμείς ξέρουμε γιαυτήν, αυτή δεν ξέρει. Ζει όμως. Το νοιώθω. Πρέπει λοιπόν εσύ να πας. Τώρα τη λένε Σαμπιγιέ». Έκλεισε τα μάτια του, κούρνιασε στην αγκαλιά της κι άρχισε να κλαίει με σφιγμένες τις γροθιές απο το πείσμα. Τόσες ζωές χαμένες, τόσο αίμα δικό μας πίσω, βουβό, εκτεθειμένο, ΑΓΝΟΟΥΜΕΝΟ. Ήταν ξανα μικρό αγόρι που έχανε και πείσμωνε, κι η παρηγοριά του ξανάγινε το κρύψιμο ανάμεσα στα χέρια της γιαγιάς του.  Το βράδυ, δεν γύρισε απευθείας στον Πειραιά. Η μηχανή τον πήγε στη Νέα Χαλκηδόνα, μετα Νέα Φιλαδέλφεια, Καισαριανή, Νέα Σμύρνη, Νίκαια, Κερατσίνι, Δραπετσώνα. Σπίτια μικρά, χαμηλά, δίχως αυλή, παλάτια σε σύγκριση με τις σκηνές και τις παράγκες, εστίες πόνου και νοσταλγίας, καντήλια με φωτίτσες, μια για καθέναν που έμεινε για πάντα πίσω. «Θάνατος δεν είναι και η προσφυγιά;» αναρωτιόταν και δεν τον ένοιαζε που στα φανάρια τον έβλεπαν κλαμμένο. Όταν ξάπλωσε, δεν ήρθε η γιαγιά του πάλι. Του τα’χε επί λίγο νωρίτερα, έτσι κι αλλιώς. Μέσα στο σκοταδι όμως, ήρθε μια άλλη μορφή. Στο σουλούπι της γιαγιάς και των θείων του, με μάτια βαθιά, μ’ένα μαντήλι στο κεφάλι και πρόσωπο σκαμμένο από τον καιρό και τους καημούς. «Γκελ … Γκελ …» του ψιθύριζε κι άπλωνε τα χέρια της στο μέρος του. «Προλαβαίνω να λείψω λιγες μέρες γιατρέ;» Τον ρώτησε. «Με ευθύνη σας και δίχως να το συνιστώ». «Γιαγιά θα παω, να με περιμένεις να σου φέρω νέα» Άλλαξε πτήση στην Κωνσταντινούπολη για Άγκυρα. Και μετα λεωφορείο. Δεν ήθελε να παει στην Πατρίδα σαν τουρίστας. Αλλιώς ήθελε να επιστρέψει, τρεις γενιές μετα. Όμως η καρδιά του χτυπουσε καθώς περνούσε από πόλεις και χωριά που τόσο καλά ήξερε και ας μην τα’χε ξαναδεί. Καισάρεια, Ιντζεσού, Προκοπι, Νεβσεχιρ, Ανακου, Μαλακοπη, Αραβανι, Νιγδη. Είχε κάτι στοιχεία, ένα επίθετο, μια οδό, πληροφορίες πενήντα πέντε χρόνων. Ήτανε τρέλλα αυτό που έκαμε σκέφτηκε μια στιγμή, μόνος του, στην άλλη άκρη του κόσμου… Μα δεν ήτανε μόνος του. Γύρω του οι μορφές των γειτόνων στον Πειραιά, τοποθετημένες πια στο φυσικό τους χώρο, σα να μην είχανε ποτε φύγει από κει. Και ποια άκρη του κόσμου; Εδώ είναι η Πατρίδα, να οι παπαρούνες που κοκκινίζουνε τον τόπο την άνοιξη, η πλατεία, να το σχολείο των Ρωμιών, με Ελληνικά μονογράμματα στην πύλη. Τα ποδια του είχανε φτερά, ήξερε κάθε σοκακι και κάθε λακκούβα στο δρόμο, τι είναι άραγε εβδομήντα πέντε χρόνια απουσίας μπροστά σε μια παρουσία χιλιετιών, μια στιγμή δεν αρκεί για να ξεχάσεις, εχτός κι αν θες. Δε θέλησε να παει κατευθείαν στη θεία την Ουρανία. Τελείωσε τη βόλτα του στα μερη που έπαιζε παιδι η γιαγιά του, βρήκε τα παράθυρα απ’ όπου κοίταζε έξω, στον όγκο του Αντιταυρου, έφτασε στο σημείο της αρπαγής της Ουρανίας, της θείας της Ουρανίας, είδε τη σκηνή, τις στριγκλιές των κοριτσιών, τα ματωμένα γόνατα της γιαγιάς του. Και πήρε το δρόμο για το σπίτι τους. Βιαζόταν κι έκοψε δρόμο από τις ίδιες αυλές που έκοβε κι αυτή. Δεν είχανε μαζέψει τη μπουγάδα, και μυρωδιές από μπαχαρικά έβγαιναν από τα σπίτια. Έφτασε μπροστά στην πόρτα της θείας της Ουρανίας, του σπιτιού τους. Κοντοστάθηκε. Ανοιχτά. «Θεία», φώναξε, «Θεία Ουρανία» και μετα  «Σαμπιγιε χανουμ, Σαμπιγιε χανουμ». Μια γειτόνισσα βρήκε και του μίλησε. «Μόλις την προλαβαίνεις γιε μου. Θα’χουνε φτάσει στο κοιμητήριο». Από την ταραχή του δεν κατάλαβε ότι αυτά τα λόγια ήτανε στα Τούρκικα. Ούτε για πότε έφτασε στο μνήμα της. Η κηδεία είχε σκορπίσει, το χώμα φρέσκο ακόμα και μια πλάκα μνημόνευε το όνομα της νεκρής. Γονάτισε σα χαμένος, τα δάχτυλα του χώνονταν στο νωπό χώμα, ο λαιμός του είχε φράξει. Κάθησε ώρα πολλή στο μεσημεριάτικο ήλιο της Καππαδοκίας. Χορτάρια υψώνονταν σ’όλο το νεκροταφείο εκτος από το φρεσκοσκαμμένο μνήμα της θείας της Ουρανίας. Κουλουριασμένος πάνω στο αγαπημένο γλυκό χώμα, έψαξε να βρει δύο ξυλαράκια. Με λίγο σπάγγο τα έδεσε μεταξύ τους και κάρφωσε το σταυρό στο προσκέφαλό της θείας του. Μ’ένα σουγιά, χάραξε σε μια γωνία της πλάκας το αληθινό της όνομα. «Συγγνώμη γιαγιά δεν πρόλαβα», σκέφτηκε. Σουρούπωνε όταν έφυγε. Το λεωφορείο ταξίδευε όλη τη νύχτα για την Καισάρεια και μετα την Άγκυρα. Ξάγρυπνος και σε υπερδιέγερση μπήκε στο αεροπλάνο, άλλαξε στην Πόλη, και από το Ελληνικό έτρεξε  κατευθείαν στο νοσοκομείο. Δεν είχε σκεφτεί ακόμα τι θα της έλεγε. Το μόνο που έκανε ήταν να χώνει βαθιά τις χούφτες του στα σακκουλάκια με το χώμα. Στο προαύλιο δεν ήταν γνωστοί ή συγγενείς. Κοίταξε στο μπαλκόνι του δωματίου, «γιατι είναι ανοιχτή η πόρτα; θα κρυώσει» σκέφτηκε. Διέκρινε δύο νοσοκόμους να τακτοποιούν. Ανέβηκε τα σκαλιά δύο δύο. «Δεν την πρόλαβες γιε μου», του’πε μια φωνή που ούτε καταλάβαινε από που ερχόταν. Χτες το μεσημέρι έγινε η κηδεία. «Σας είχα προειδοποιήσει», του είπε ο γιατρός αυστηρά.  Σκόρπισε πανω στον τάφο το χώμα που’φερε από την Πατρίδα. «Είναι της αμπλάς σου γιαγιά», προσπάθησε να πει μέσα στ’ αναφιλητά του.  Το βράδυ ο ύπνος τον βρήκε αποκαμωμένο και τον πήρε εύκολα. Μόνο που τώρα ήρθαν δύο μορφές, στην αρχή θολές, μετα καθαρότερες, πλημμυρισμένες από ένα φως χαρούμενο, κι όλο τις ξεχώριζε καλύτερα. Αγκαλιασμένες και μ’ένα γέλιο, η θεία η Ουρανία και η γιαγιά η Αλεξάνδρα του γνέφανε από ψηλά. «Μη στενοχωριέσαι για μας … Μαζί φύγαμε …  Εμείς πια σμίξαμε και τίποτα δε θα μας ξαναχωρίσει».   Η ανοιξιάτικη βροχή μούσκεψε τα φρέσκα ακόμα στεφάνια στο μνήμα στην Ανάσταση. Στο σκαμμένο χώμα του κοιμητηρίου της Νίγδης έβγαιναν κιόλας τα πρώτα χορταράκια.

5 Δεκεμβρίου, 2007 - Posted by | Κείμενα για την Μικρασία

2 Σχόλια »

  1. Εξαιρετικό κείμενο….

    Είναι πραγματική ιστορία;

    Μ-π

    Σχόλιο από Πόντος και Αριστερά | 6 Δεκεμβρίου, 2007 | Απάντηση

  2. Ευχαριστώ Μ-π, χαίρομαι που σου άρεσε. Θα μπορούσε άνετα να είναι αληθινή ιστορία, απαρτίζεται από επί μέρους αληθινά γεγονότα που δε συνέβησαν όλα στην ίδια οικογένεια.

    Σχόλιο από Fourokatos | 6 Δεκεμβρίου, 2007 | Απάντηση


Σχολιάστε