Με το τουφέκι και τη λύρα

ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΑ

Κάθε Μάιο τιμούμε τη μνήμη των θυμάτων της Γενοκτονίας του Ποντιακού Ελληνισμού. Στις 19 Μαΐου του 1915, ο Κεμάλ αποβιβάστηκε στην Αμισό, κι η ίδια αυτή μέρα είναι η εθνική γιορτή των Τούρκων. Μιλώντας για τις φρικαλεότητες (λέξη που ωχριά μπροστά στην πραγματικότητα) αυτής της περιόδου, πρέπει να συνειδητοποιούμε κάποια πράγματα, τόσο από πλευράς των θυμάτων όσο και από πλευράς των Τούρκων.

Η Γενοκτονία είναι μία, όχι περισσότερες αναλόγως το ποιος πληθυσμός κάθε φορά ήταν στο στόχαστρο. Πρόκειται για μία πολιτική που αφορούσε τους χριστιανικούς λαούς της Ανατολής. Δεν είναι ξεχωριστή η Γενοκτονία των Ποντίων από αυτήν των Αρμενίων, των Ασσυρίων, των Ελληνικών πληθυσμών της υπόλοιπης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Κι επειδή είναι μία η Γενοκτονία, η διεκδίκηση της δικαίωσης των θυμάτων οφείλει να είναι ενιαία, ο κατακερματισμός των προσπαθειών δε βοηθάει ένα τόσο σοβαρό θέμα.

Η Γενοκτονία δεν είναι δημιούργημα κάποιων θερμοκέφαλων που προέβησαν σε ακρότητες κατά τη διάρκεια συγκρούσεων. Εκπορεύεται από το ίδιο το Τουρκικό κράτος, αποτελεί θεσμική λειτουργία του, αποφασίστηκε δε το 1911 στο συνέδριο των Νεότουρκων στη Θεσσαλονίκη. Αυτό επισφράγισε μιαν ήδη καθιερωμένη Τουρκική πολιτική. Διαχρονικά οι Τούρκοι χρησιμοποιούν τη Γενοκτονία, και την εφαρμόζουν όπου μπορούν. Συστηματικοί διωγμοί στον Πόντο γίνονταν ήδη από το τέλος του 19ου αιώνα, ως αντίδραση στις κρητικές εξεγέρσεις για την Ένωση. Τη Γενοκτονία εφαρμόζουν και σήμερα οι Τούρκοι, στο Κουρδιστάν, στη Συρία, στο Ιράκ.

Γενοκτονία δεν είναι μόνο η φυσική εξόντωση των μελών μιας εθνότητας· είναι και η πρόκληση βλάβης, σωματικής ή διανοητικής, η υποβολή τους σε εξοντωτικές συνθήκες διαβίωσης, η παρεμπόδιση των γεννήσεων, η μεταφορά παιδιών της συγκεκριμένης εθνότητας σε άλλη. Όλες αυτές τις πράξεις, διατυπωμένες στη Διεθνή Σύμβαση για τη Γενοκτονία, τις έχουν μετέλθει οι Τούρκοι προκειμένου να ξεριζώσουν τους λαούς της Ανατολής από τις προαιώνιες εστίες τους.

Και, μιλώντας για τη Διεθνή Σύμβαση για τη Γενοκτονία, πρέπει να πούμε ότι δε μπορέσαμε να την επιβάλομε εμείς, τα θύματα, της πρώτης γενοκτονίας του 20ου αιώνα· έπρεπε να έρθει η Γενοκτονία των Εβραίων από τους Γερμανούς για να κινητοποιηθεί η διεθνής κοινότητα και να την καθιερώσει, δίνοντάς και σε μας, ένα εργαλείο νομικό για τη διεκδίκηση της δικαίωσής μας.

Όταν μιλούμε για δικαίωση, δε μπορούμε να περιοριζόμαστε στην αναγνώριση της Γενοκτονίας. Βέβαια, αυτό είναι το ζητούμενο σήμερα, και προχωράει με γρηγορότερους ρυθμούς από το παρελθόν. Είναι όμως μακρύς ο δρόμος μέχρι και η Τουρκία να αναγκαστεί να την αναγνωρίσει, και σε κάθε περίπτωση θα είναι το πρώτο βήμα μιας μεγάλης πορείας, βήμα που για πολλά χρόνια θα παραμένει μετέωρο. Οφείλομε να κινητοποιηθούμε σ’ αυτή την κατεύθυνση.

Η πέμπτη φάλαγγα είναι παρούσα. Μέσα στην Ελλάδα (ευτυχώς όχι στην Αρμενία ή στους Ασσυριακούς πληθυσμούς), υπάρχουν αρνητές της γενοκτονίας, καθηγητές, πολιτικοί, κόμματα που έχουν υποταχθεί στην Τουρκική άποψη και αναχαράσουν τις θέσεις της. Κι αυτό τη στιγμή που η Διεθνής Ένωση των Ακαδημαϊκών για τη Γενοκτονία, με απόφασή της που λήφθηκε με συντριπτική πλειοψηφία, παραδέχτηκε τα γεγονότα της περιόδου αυτής ως Γενοκτονία. Η ενημέρωση για το θέμα αρκεί για να απομονώσει τους απολογητές των Γενοκτόνων.

Εδώ θα πρέπει να αναλάβομε και τις δικές μας ευθύνες σαν πολιτεία, καθώς το Ελλαδικό κράτος επιδόθηκε σε μια πολιτική λήθης, αποσιωπώντας τη Γενοκτονία, αρνούμενο να διεκδικήσει την αναγνώρισή της και αποκλείοντάς την από το εθνικό αφήγημα. Κι αν πρόσφατα σχετικά θέσπισε δύο μέρες μνήμης των θυμάτων της, τούτο οφείλεται στην εμπνευσμένη δράση προσφύγων τρίτης γενιάς, απογόνων διασωθέντων από τη Γενοκτονία, οι οποίοι ανέσυραν το θέμα από την αφάνεια και το τεκμηρίωσαν. Σήμερα πια, μπορεί η Γενοκτονία να τεκμηριωθεί και μόνο από Τουρκικές πηγές, χάρη στη θαρραλέα προσπάθεια Τούρκων ιστορικών που αψήφισαν την κρατική τρομοκρατία της Γενοκτόνου Τουρκίας.

Η Γενοκτονία αφορά όλους μας, όχι μόνο τους ελληνικούς πληθυσμούς που την υπέστησαν. Και αφορά και τους Τούρκους, γιατί ένας λαός που δεν αναλαμβάνει τις ευθύνες του απέναντι στην ιστορία, ένας λαός που καταπιέζει άλλους λαούς δε μπορεί να είναι ελεύθερος. Αλλά αν αυτά είναι ψιλά γράμματα για το Τουρκικό καθεστώς, έχομε εμείς, οι λαοί που υπέστησαν τη Γενοκτονία, την ευθύνη να του επιβάλομε να ζητήσει συγνώμη και να αποκαταστήσει τις συνέπειες που δημιούργησε.

13 Μαΐου, 2022 Posted by | Κείμενα για την Μικρασία, ΜΙΚΡΑ ΑΣΙΑ | , , , , , , | Σχολιάστε

ΟΙΚΟΣ ΙΔΡΥΘΕΙΣ ΤΩ 1922

This image has an empty alt attribute; its file name is 1-ft3kb.jpg

-Διακόσια πενήντα γραμμάρια παστουρμά, ένα σουτζούκι και λεχματζούν κύριε Γαβριήλ.
-Δε θέλετε καβουρμά σήμερα;
-Έχει μείνει από την προηγούμενη φορά.
Η ταμπέλα στο μαγαζί είχε αλλάξει κάμποσες φορές, ακολουθώντας τις τάσεις της εποχής εκατό χρόνια τώρα. Στην αρχή δεν υπήρχε καν, μετά ένα κομμάτι χαρτί, ξύλινη με καλλιγραφικά γράμματα, σιδερένια με πιο τετραγωνισμένα, πλαστική με φώτα νέον, και τώρα πάλι ξύλινη. «ΓΑΒΡΙΗΛ ΧΥΤΗΡΟΓΛΟΥ ΚΑΙ ΥΙΟΙ, ΟΙΚΟΣ ΙΔΡΥΘΕΙΣ ΤΩ 1922».
Ο Γαβριήλ ήταν μεγάλος μερακλής του παστουρμά στην Πατρίδα. Όχι επαγγελματικά στην αρχή, αλλά η ικανότητά του να πετυχαίνει τη σωστή αναλογία στα υλικά και το μεράκι του σε ό,τι καταπιανόταν, του είχαν δημιουργήσει μια τέτοια φήμη, που πολλοί του ζητούσαν να τους φτιάξει· κι αυτός πάντα ανταποκρινόταν, μ’ ένα χαμόγελο και πολλή διάθεση. Ώσπου, παραγγελία στην παραγγελία, κομμάτι κομμάτι, κατέληξε να τα φτιάχνει σε καθημερινή βάση, με μια πελατεία που δεν κατάλαβε πότε μεγάλωσε, πώς κατέληξε να αφιερώνει τον περισσότερο χρόνο σ’ αυτά. Ακόμα όμως δεν το θεωρούσε επάγγελμα, έκανε και τις άλλες ασχολίες του δίχως να ξεχωρίζει καμιά σαν κύρια.
Στο γιαγκίνι ούτε κατάλαβε πώς σώθηκε. Το αλαλιασμένο ανθρώπινο πλήθος, σαν κύμα ορμητικό τον παρέσυρε προς την προκυμαία, στην αρχή μαζί με τη γυναίκα και τα τέσσερα παιδιά τους, σφιχτά πιασμένοι από το χέρι να μη χαθούνε, μετά ο καθένας μόνος του, το ανθρώπινο κύμα δεν άφηνε περιθώρια για πρωτοβουλίες και σχεδιασμούς, σε πήγαινε όπου ήθελε αυτό, κι όλο λιγόστευε, καθώς οι Τσέτες έσφαζαν τους κάθε φορά τελευταίους. Ούτε πρόλαβε να δει την αρπαγή της κόρης του, το θάνατο του μεγάλου του γιού, τη γυναίκα του να πέφτει στη θάλασσα και να πνίγεται. Τα δυο μικρά τα έχασε κι αυτά μέσα από τα χέρια του, μηχανικά φορτώθηκε στο πλοίο που τον πήρε, μαζί με τόσους άλλους ζωντανούς νεκρούς, απέναντι.
Στις παράγκες της Δραπετσώνας έπρεπε να σταθεί όρθιος ξανά. Να ψάξει αυτούς που είχε χάσει, να ζήσει γι’ αυτούς που τον χρειάζονταν, γιατί λόγο άλλο να ζει δεν είχε πια. Τα δυο μικρά τα βρήκε τελικά στο ορφανοτροφείο της Νήαρ Ήστ. Οι ανακοινώσεις του Ερυθρού Σταυρού για τη γυναίκα και τα δυο μεγάλα ακούγονταν μέχρι τη δεκαετία του ’80 στο ράδιο, σε κείνες τις επαναλαμβανόμενες εκφωνήσεις που πίσω τους κρύβανε πόνο απερίγραπτο, που μόνο Εκείνοι που μάταια περίμεναν μπορούσαν να καταλάβουν. Κι ήταν την ώρα αυτή που έκανε το διάλειμμά του στη δουλειά, για ν’ ακούει προσεχτικά μήπως και εμφανιστεί η ανακοίνωση που κάθε μέρα περίμενε ν’ ακούσει, Εκείνων να τον αναζητούν· μα μόνο τη δική του άκουγε, κι αυτό κάθε μέρα μέχρι την ώρα που τους ξαναβρήκε.Για να ζήσει τα μικρά έπρεπε να κάνει κάτι. Κι αυτό το κάτι ήρθε μόνο του από την παλιά ζωή του, από τη Πατρίδα. Το μερακλίκι του θα γινόταν επάγγελμα, η τέχνη του θα τον ζούσε κι αυτόν και τα παιδιά, άλλος τρόπος δεν υπήρχε στις νέες καταστάσεις.

This image has an empty alt attribute; its file name is images.jpg
-Πήγαινε στου Γαβριήλ να πάρεις πενήντα δράμια παστουρμά, στην τελευταία παράγκα είναι το σπίτι του.
Η παράγκα έγινε κάποια στιγμή ξεχωριστό μαγαζί και το μαγαζί απέκτησε την πρώτη του ταμπέλα, χάρτινη με μελάνι, «ΓΑΒΡΙΗΛ ΧΥΤΗΡΟΓΛΟΥ». Δε χρειαζόταν τίποτ’ άλλο. Κι η προσφυγογειτονιά μεγάλωνε, από το τίποτα δημιουργούσαν τα πάντα, δραστήριοι, μερακλήδες, με την καρδιά σφιγμένη και τις σκέψεις Εκεί, αλλά και με δίψα για ζωή. Για τα παιδιά, όχι γι’ αυτούς. Ο Γαβριήλ είχε ήδη πεθάνει όταν εγκατέλειψε την Πατρίδα, ίσως και λίγο νωρίτερα, όταν έβλεπε τις ελπίδες του, τις ελπίδες όλων, να καίγονται στο γιαγκίνι. Συνέχισε να αναπνέει μόνο γιατί υπολόγιζε πως τον χρειάζονταν τα παιδιά κι η γυναίκα του. «ΓΑΒΡΙΗΛ ΧΥΤΗΡΟΓΛΟΥ» λοιπόν. Η γειτονιά ψώνιζε από εκεί, κι αυτός συνέχιζε να ψάχνει· κι όταν βρήκε τους μικρούς, συνέχισε για τους υπόλοιπους. Αρνιόταν να ακούσει τα υπονοούμενα κάποιων γνωστών από την Πατρίδα που ήξεραν τί έγινε και δεν ήθελαν να του το πουν ευθέως. Τα παιδιά από την αρχή βοηθούσαν, πήγαιναν τις παραγγελίες, μάθανε και τα κόλπα στην παραγωγή του παστουρμά και των υπόλοιπων αλλαντικών, κυρίως όμως του δώσανε ένα λόγο να συνεχίσει. Πριν ακόμα ενηλικιωθούνε, είχαν μάθει τη δουλειά απ’ έξω. «ΓΑΒΡΙΗΛ ΧΥΤΗΡΟΓΛΟΥ ΚΑΙ ΥΙΟΙ» λοιπόν, πρόσθεσε δυο λέξεις στην ταμπέλα, και κοίταξε ξανά μπροστά στο μέλλον, κάτι γινόταν… Ποιος ξέρει, μπορεί και να βρίσκονταν κι οι υπόλοιποι, κάθε μεσημέρι άκουγε τις ανακοινώσεις στο ράδιο…
Πριν τον πόλεμο άνοιξαν μαγαζί κανονικό. Στη γειτονιά, στα όρια του προσφυγικού συνοικισμού με την υπόλοιπη πόλη. Αυτήν που τους κοιτούσε με μισό μάτι, που όμως, μέσα από τον αναγκαστικό, και μόνο στο βαθμό που ήταν απαραίτητος, συγχρωτισμό, ανακάλυπτε τις γεύσεις του λαού μας στην Ανατολή. Πάντα υπεροπτική, δεύτερης κατηγορίας θεωρούσε τους πρόσφυγες, τους είχε για εργάτες, υπηρετικό προσωπικό, άντε και σε κάποια μαγαζιά σαν κι αυτό, αλλά μέχρι εκεί, όχι πολλά θάρρητα. Κι όταν οξύνονταν τα πολιτικά, πιάνανε δουλειά οι επίστρατοι. Αλλά στο μαγαζί άρχισε να ψωνίζει, εχτός από τη γειτονιά και η άλλη πόλη. Αλλαντοποιείον, κι η χάρτινη ταμπέλα του σπιτιού έγινε στο μαγαζί ξύλινη, με περίτεχνα γράμματα στην πρόσοψη. «ΓΑΒΡΙΗΛ ΧΥΤΗΡΟΓΛΟΥ ΚΑΙ ΥΙΟΙ» στην πάνω σειρά με μεγάλα γράμματα, κι από κάτω, ιδέα αυτού που την έγραψε, με μικρότερα γράμματα «ΟΙΚΟΣ ΙΔΡΥΘΕΙΣ ΤΩ 1922». Να δείχνεις πως είσαι πάνω από δεκαπέντε χρόνια επιχείρηση κυρ-Γαβριήλ, μετράνε αυτά στους πελάτες. Πελάτες εδώ ήταν οι καινούργιοι, αυτοί που πήγαινε να πιάσει από την άλλη πόλη, δε χρειαζότανε συστάσεις στους δικούς μας.
Στην Κατοχή αλλάξαν οι προτεραιότητες. Πατέρας και γιοι κι όλη η γειτονιά στην Αντίσταση, το μαγαζί υπολειτουργούσε, αλλά την τέχνη τους τη συνεχίζανε. Στο Μπλόκο δεν τους πιάσανε κι ας τους είχανε στον κατάλογο οι ρουφιάνοι, ο πυρήνας τους είχε αποστολή και ήταν αλλού. Ο ένας γιος, ο Πρόδρομος, τραυματίστηκε στη Μάχη της Ηλεκτρικής κι αυτό του άφησε κουσούρι στο περπάτημα. Όταν περάσαν όλα, η δουλειά συνεχίστηκε από κει που την άφησαν και το μαγαζί έγινε βιοτεχνία. Ταμπέλα σιδερένια στην είσοδο, γράμματα με γωνίες και χάρακα. «ΓΑΒΡΙΗΛ ΧΥΤΗΡΟΓΛΟΥ ΚΑΙ ΥΙΟΙ, ΟΙΚΟΣ ΙΔΡΥΘΕΙΣ ΤΩ 1922». Και με την ελπίδα πάντα να βρεθούν οι δικοί τους, τριάντα χρόνια πια μετά την Καταστροφή.

Ο πελάτης έβλεπε στην ταμπέλα απλά μιαν ιστορία δεκαετιών. Αλλά δεν έβλεπε τον πόνο που κρυβόταν από πίσω, τον καημό της Πατρίδας, το μόνιμο πένθος. Δεν καταλάβαινε ότι αν ο οίκος ήταν ιδρυθείς «ΤΩ 1922», αυτό οφειλόταν στην Καταστροφή, στη Γενοκτονία, στη βίαιη διακοπή μιας παρουσίας χιλιάδων χρόνων Εκεί. Και δεν καταλάβαινε, γιατί το Εκεί δεν το ήξερε, ούτε τον απασχολούσε να το μάθει. Για τους παλαιοελλαδίτες, οι πληθυσμοί αυτοί της Ανατολής ήταν μια ενόχληση από την πρώτη στιγμή. Αρχικά μαζί με όσους δεν κατάγονταν από τα απελευθερωμένα εδάφη, κι ας είχαν πολεμήσει κι εκείνοι γι΄ αυτά. Κάθε φορά, σε κάθε προσπάθεια. Η οπτική τους ήταν δίχως όραμα, κοντόθωρη και ομφαλοσκοπική, με άγνοια για τα περασμένα, για τους γύρω τους, για το λαό τους τον ίδιο. Κι όταν κάποιο κομμάτι απελευθερωνόταν, αυτό έπρεπε να παραμείνει στο περιθώριο, το κουμάντο το έκαναν πάντα οι ίδιοι. Μια φορά το χάσανε και η Ελλάδα ξεκίνησε μια ξέφρενη φυγή προς τα μπρος, για χρόνια ολόκληρα μέχρι το 22.

This image has an empty alt attribute; its file name is prosfygiki-stegasi-thisio.jpg
Για να είναι ο οίκος «ΙΔΡΥΘΕΙΣ ΤΩ 1922», έπρεπε να καταρρεύσει μια Ιδέα, να πνιγεί στο αίμα ένας πληθυσμός με αδιάλειπτη παρουσία στη Πατρίδα, να έρθει με το ζόρι στην παλιά Ελλάδα, παράνομα κιόλας, αφού λίγο πριν, επειδή βλέπανε οι υπεύθυνοι τί θα επακολουθούσε με ευθύνη τους, μέχρι και νόμο ψηφίσανε που απαγόρευε στους Μικρασιάτες να έρθουν. Έπρεπε να σταματήσουν να μιλούν για την Πατρίδα. Όλοι. Κι αν οι παλαιοελλαδίτες σ’ αυτό δε δυσκολεύτηκαν καθόλου, στους πρόσφυγες αυτό επιβλήθηκε, με την περιφρόνηση και τον αποκλεισμό. Αλλά και στα παιδιά που γεννιόνταν εδώ πια, δυσκολεύονταν να τους μιλήσουν για την Πατρίδα. Πώς να μεταφέρεις σ’ ένα παιδί τόσο πόνο, πώς να του δώσεις να καταλάβει σε μια τρυφερή ηλικία γιατί γεννήθηκε στον Πειραιά κι όχι στο Ικόνιο, στη Σμύρνη, στη Ορντού… Κι ακόμα, πώς θα ενταχθεί σε μια κοινωνία που τους πρόσφυγες τους κοιτάζει με μισό μάτι; Σιωπή λοιπόν για όσα γίνανε, σιωπή στις απορίες των μικρών, λήθη…
Η βιοτεχνία συνεχίστηκε και μετά το θάνατο του Γαβριήλ· ένα μεσημέρι, στο καθιερωμένο του διάλειμμα την ώρα των ανακοινώσεων του Ερυθρού Σταυρού, κατάφερε τελικά να τους βρει. Στο νεκροταφείο της Ανάστασης, ο Βασίλης κι ο Πρόδρομος νοιώθανε την ανακούφισή του. Τα εγγόνια του όχι, είχαν φροντίσει να τα κρατήσουν μακριά από αυτούς τους καημούς, κι αυτό έκανε τον πόνο της απώλειας του παππού μεγαλύτερο, αλλά πρόσθετε κι απορίες: γιατί ήταν οι γονείς τους τόσο ήρεμοι; Ποιούς πήγαινε να βρει ο παππούς; Πώς τους χάσανε; Μέχρι τότε ξέρανε πως η γιαγιά δεν τους είχε προλάβει, αλλά το γιατί και το πώς δεν ερχότανε στην κουβέντα. Δεν είχανε ακόμα απορία, πώς και η δουλειά της οικογένειας είναι ο παστουρμάς, πώς κι είναι όλοι στην οικογένεια ΑΕΚ ενώ μένουνε στον Πειραιά, δεν τα συνδυάζανε μέχρι τότε με τα υπόλοιπα. Σφίξανε τα δόντια τα εγγόνια και αρχίσανε ν’ αναρωτιόνται μεταξύ τους, να συνθέτουν σκόρπια ακούσματα που μπορεί να είχαν πιάσει στον αέρα, να προσπαθούν να καταλάβουν, να βάλουν σκόρπια κομμάτια μαζί, να ανακαλύψουν άλλα για να φτιάξουνε τελικά το ψηφιδωτό του ποιοι είναι, πού ανήκουν…
Η ταμπέλα δεν άλλαξε. Τη βιοτεχνία την τρέχανε οι ΥΙΟΙ, αλλά ο οίκος έμενε ο ίδιος, φόρος τιμής στον Πατέρα, αλλά και ένδειξη πως οι μέθοδοι κι οι τεχνικές παρέμεναν αυθεντικές, δίχως τις αλλοιώσεις της εποχής. Μόνο τη σιδερένια ταμπέλα άλλαξαν με μιαν από πλαστικό και φώτα ΝΕΟΝ, αυτή ήταν η μόνη παραχώρηση σε ένα κλίμα που πήγαινε συνεχώς προς την ευκολία και συνάμα την προχειρότητα. «ΓΑΒΡΙΗΛ ΧΥΤΗΡΟΓΛΟΥ ΚΑΙ ΥΙΟΙ, ΟΙΚΟΣ ΙΔΡΥΘΕΙΣ ΤΩ 1922». Άλλωστε, έρχονταν από πίσω δύο ακόμα Γαβριήλ, οι γιοί των ΥΙΩΝ, η ταμπέλα δεν απηχούσε μόνο το παρελθόν αλλά και το μέλλον.
Η βιοτεχνία προόδευε, η ποιότητα εξακολουθούσε να είναι υψηλή, τα εγγόνια ήταν κι αυτά μέσα πια στη δουλειά που μεγάλωνε. Αλλά το 1922 θα είναι εκεί, όσα χρόνια και ας έχουν περάσει, να θυμίζει ποιοι ήταν και πώς έφτασαν εδώ, να θυμίζει τον πόνο των ανθρώπων και τις ευθύνες αυτών που κάνουν κουμάντο, κι ας μην το καταλαβαίνουν οι πελάτες κι οι εμπορικοί συνεργάτες, κι ας είναι γι’ αυτούς απλά μια εμπορική τακτική ανάδειξης της συνέχειας κι εμπειρίας της επιχείρησης. Λίγοι θα καταλάβουν πως αυτή η επιμονή στο χρόνο ίδρυσης συμπυκνώνει για τους ιδρυτές, τους πρώτους πελάτες και τους απογόνους τους ένα τεράστιο φορτίο μνήμης, όρκων, πείσματος να επιστρέψουν Εκεί αρχικά και να στεριώσουν εδώ τελικά. Σηματοδοτεί έναν πληθυσμό που κράτησε την ταυτότητά του σε συνθήκες αφόρητης τυραννίας, που ακόμα κι αν εξαναγκάστηκε να αλλάξει, κράτησε κρυφά την πίστη του όσο μπορούσε, και που ακόμα και τώρα η ανάμνησή του και η παρουσία του στη Μικρασία δε μπορούν να εξαφανιστούν.
Κι αν οι μη σχετικοί αυτά δε μπορούν να τα καταλάβουν, τουλάχιστο τα εγγόνια και οι επόμενες γενιές θα πρέπει να μπορούν. Από αυτούς θα ξεκινήσει η αντιστροφή της λήθης και η μετάλλαξή της σε συνειδητοποίηση και δύναμη. Απ’ αυτούς που θα διεκδικήσουν τη μνήμη τη δική τους και δε θα την αφήσουν να χαθεί μέσα σ’ ένα περιβάλλον που δεν αγαπάει τις ταυτότητες, και μετά θα τη μοιραστούν με τους υπόλοιπους.
Η ταμπέλα θα αλλάξει υλικό. Μια σκέψη έγινε μόνο, το ΤΩ 1922 να γίνει ΤΟ 1922, η παλιά δοτική δεν αναγνωρίζεται σήμερα. Αλλά και πάλι προτίμησαν να μείνει όπως τότε. Η ταμπέλα σήμερα είναι πάλι ξύλινη. Η αγορά αναζητά το αυθεντικό, και το ξύλο το αποπνέει. Με προβολείς να τη φωτίζουν τα βράδια, στέκει να προβάλλει μια προσπάθεια ζυμωμένη με αίμα, δάκρυα κι αναστεναγμούς, που δε σταμάτησε ποτέ και που από τους ίδιους εξαρτάται να μη σταματήσει, να συνεχίζεται όπως παλιά στην άλλη όχθη του Αιγαίου, προσαρμοζόμενη στους καιρούς αλλά παραμένοντας αναλλοίωτη. «ΓΑΒΡΙΗΛ ΧΥΤΗΡΟΓΛΟΥ ΚΑΙ ΥΙΟΙ, ΟΙΚΟΣ ΙΔΡΥΘΕΙΣ ΤΩ 1922». Έσετ’ ήμαρ νόστιμον…

8 Φεβρουαρίου, 2022 Posted by | Κείμενα για την Μικρασία, ΜΙΚΡΑ ΑΣΙΑ | , , , , , , , | Σχολιάστε

ΑΠΟ ΤΟ (18)21 ΣΤΟ (19)22

This image has an empty alt attribute; its file name is cebaceb1cf84ceaccebbcebfceb3cebfcf82.jpg

Το παιχνίδι της ιστορίας ήθελε, την επέτειο των 200 χρόνων από την επανάσταση του 1821, να τη διαδεχτεί η επέτειος των 100 χρόνων από την Καταστροφή. Δυο ορόσημα στην πορεία του λαού μας, καθώς το ένα σηματοδότησε, με την πρώτη εν μέρει επιτυχή επανάσταση σε μια συνεχόμενη σειρά εξεγέρσεων απέναντι σε δυνάστες από την Ανατολή και τη Δύση, μια φυγή προς τα μπρος, έναν αγώνα ολοκλήρωσης που σταδιακά έτεινε ν’ αγκαλιάσει όλο τον υπόδουλο Ελληνισμό. Και το άλλο αποτέλεσε την ταφόπλακα της προσπάθειας αυτής, μιας ακμαίας πορείας που υπονομεύτηκε από τα μέσα ενώ οι γεωπολιτικές συνθήκες ευνοούσαν την ολοκλήρωσή της…
Κι εμείς, στο μεταίχμιο των δύο επετείων, οφείλομε να κάνομε έναν απολογισμό· όχι μόνο για να καταλάβομε τί έφταιξε, αλλά γιατί η ιστορία δεν έφυγε ποτέ από το προσκήνιο, γιατί το τότε καθορίζει το σήμερα.
Μια διαπίστωση είναι ότι την πορεία αυτή την έκαμαν οι «τρελοί», όπως έλεγε ο Κολοκοτρώνης. Κανείς γνωστικός δε θα τα έβαζε με μιαν αυτοκρατορία που απομυζούσε τους υπόδουλους με κάθε τρόπο, οικονομικά, στρατιωτικά αλλά και υπαρξιακά. Για να χρησιμοποιήσομε μιαν ορολογία που σήμερα κινδυνεύει να καταντήσει καραμέλα και να απαξιωθεί, η οθωμανική αυτοκρατορία επιφύλασσε ρατσιστική αντιμετώπιση στους υπόδουλους λαούς της στη βάση της πίστης τους: Οι μη μουσουλμάνοι εξοντώνονταν οικονομικά από την πολύ βαρύτερη φορολογία, βρίσκονταν, ανεξάρτητα από την οικονομική τους επιφάνεια, στο έλεος του κάθε Τούρκου, ενώ οι αφόρητες συνθήκες σκλαβιάς μετέστρεφαν στο Ισλάμ πολλούς υπόδουλους. Και πριν το Σηκωμό λοιπόν, αυτοί που κράτησαν σε δύσκολες συνθήκες την ταυτότητά τους, «τρελλοί» θα ήταν με κάποια σημερινά δεδομένα βολέματος και πάση θυσία καλοπέρασης.

This image has an empty alt attribute; its file name is cebaceb1cf84ceaccebbcebfceb3cebfcf821.jpg

Μια ακόμα παρατήρηση είναι ότι όταν έχεις πίστη στα δίκαιά σου, παίρνεις δύναμη από αυτήν αλλά και δημιουργείς ρεύμα συμπαράστασης. Το Μεσολόγγι, το Αρκάδι, ο πεισματώδης αγώνας του λαού μας για την Ελευθερία, δημιούργησαν ένα ενθουσιώδες φιλελληνικό κίνημα. Δίπλα στους επαναστάτες, ξένοι από την Ευρώπη και την Αμερική, προσέφεραν τις δυνάμεις και ενίοτε τη ζωή τους στην υπόθεση της Ελληνικής ελευθερίας. Η συμμετοχή στις ελληνικές επαναστάσεις, που διατρέχουν όλο το 19ο αιώνα και την αρχή του 20ου, είχε κοινωνικά και εθνικά χαρακτηριστικά καθώς τα δύο ήταν αξεδιάλυτα: Ιταλοί Γαριβαλδινοί, αναρχικοί όπως ο Γ. Φλουράνς που πολέμησε εθελοντής στην Κρήτη και ακολούθως συμμετείχε στην Κομμούνα του Παρισιού, συγκαταλέγονται στους εθελοντές που πολέμησαν μαζί μας. Σήμερα βέβαια, η πίστη στα δίκαιά μας θεωρείται εθνικισμός από τους φοβικούς διανοούμενους της υποταγής. Το παράδειγμα της αντίστασης στην Τουρκίας σήμερα, από μιαν Ελλάδα που «αναγκάστηκε» να την κάνει, καθώς ο μαξιμαλισμός του Ερντογάν δεν επέτρεπε στις Ελληνικές ελίτ να προετοιμάσουν την παράδοση, δημιούργησε έμπρακτη συμπαράσταση επί του πεδίου του Έβρου και στην πορεία συμμαχίες με ευρύτατες γεωπολιτικές προεκτάσεις.
Αλλά υπάρχει και μια ακόμα διαπίστωση: η κατάρα της διχόνοιας λανθάνει στο λαϊκό σώμα και αποτελεί μόνιμη απειλή της κάθε προσπάθειας: Από τον εμφύλιο του 21 μέχρι το Διχασμό του 1916, ο αγώνας υπονομεύεται από μέσα και, άλλοτε περιορίζεται η εμβέλεια της επιτυχίας του, άλλοτε καταλήγει σε Καταστροφή.
Τις δυο χρονιές των επετείων του 21 και της Καταστροφής, έχομε αρκετό χρόνο για αναστοχασμό και απολογισμό του τί πετύχαμε, τί χάσαμε και γιατί. Έχομε ακόμα την ευκαιρία να δούμε το σημερινό γεωπολιτικό σκηνικό με αυτή την εμπειρία τόσων δεκαετιών επαναστάσεων απέναντι στους ίδιους εχθρούς, εμπειρία που αρνούμαστε να ενσωματώσομε, βολεμένοι στο ρόλο του μικρού πλην έντιμου καρπαζοεισπράκτορα. Η σημερινή γεωπολιτική συγκυρία παρουσιάζει ξανά μιαν ευκαιρία ανάτασης, ίσως όχι όπως αυτή των αρχών του 20ου αιώνα, αλλά πάντως σημαντική. Ας μην την αφήσομε χαμένη, αν τότε το διακύβευμα ήταν η ολοκλήρωση της επανάστασης του 21, τώρα είναι η ύπαρξή μας η ίδια…

18 Δεκεμβρίου, 2021 Posted by | Πολιτική και πολιτισμός | , , , , , | Σχολιάστε

Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΜΑΣ ΥΠΑΡΧΕΙ ΚΑΙ ΣΤΟ ΧΩΡΟ


Η εθνομηδενιστική ιστοριογραφία βάλλει κατά της διαχρονίας της πορείας του λαού μας στην ιστορία, προσπαθώντας να αποκόψει τη σύγχρονη πορεία του από τις προηγούμενες περιόδους αυτής, εξυπηρετώντας ποικίλες σκοπιμότητες. Για ένα διάστημα έπαιζε δίχως αντίπαλο, καθώς εκμεταλλεύτηκε την επέλαση του κατά Σημίτη «εκσυγχρονισμού» και επέβη του άρματός του προσφέροντας του ιδεολογική κάλυψη που διαχύθηκε σε όλο το νεοταξικό εθνομηδενιστικό φάσμα, τόσο της νεοφιλελεύθερης Δεξιάς όσο και της δικαιωματικής Αριστεράς.
Οι απόψεις αυτές έχουν πια επαρκώς αντικρουστεί, με νέο υλικό που προστέθηκε στο έργο των παλαιότερων ιστορικών μας και εστίασε ακριβώς στα σημεία που έθιγαν οι αποδομητές. Πλέον η συνέχεια, η εθνική συνείδηση του νέου ελληνισμού, η σχέση του με την ορθοδοξία, το κρυφό σχολειό, ο ελληνικός διαφωτισμός, οι διαρκείς επαναστάσεις εναντίον Δυτικών και Οθωμανών κατακτητών, η αυτόφωτη εξεγερσιακή δραστηριότητα, αποτελούν κοινό τόπο σε όσους επιμένουν να διατηρούν ένα στοιχειώδη προβληματισμό. Μπορούμε να πούμε πως το εκσυγχρονιστικό εγχείρημα έχει πια ηττηθεί και ιδεολογικά, εκτός του ότι ποτέ δεν το ενστερνίστηκε η λαϊκή βάση.
Η ελληνική διαχρονία είναι σημαντικό διακύβευμα από μόνη της, δίπλα της όμως πρέπει να βάλουμε και μιαν άλλη συνέχεια, αυτήν του χώρου. Το ελλαδικό κράτος από την αρχή παραθεωρούσε το πολύ ευρύτερό του έθνος, αν δε βρισκόταν σε ανταγωνισμό μαζί του. Η ύπαρξη σημαντικών κέντρων του αυτόχθονος (και όχι παροικιακού) Ελληνισμού στην Κωνσταντινούπολη, την Τραπεζούντα και τη Σμύρνη, η παρουσία συμπαγών Ελληνικών πληθυσμών από τη Βόρειο Ήπειρο μέχρι την Κύπρο, την Καππαδοκία και τον Πόντο, δημιουργούσαν αμηχανία, αν όχι ενόχληση, στο ελλαδικό κράτος της «μικράς πλην εντίμου». Τόσο πολύ που επέδειξε και έναν εξέχοντα ρατσισμό εναντίον των υπόδουλων που προσέβλεπαν σ’ αυτό, ρατσισμό που δύο φορές έλαβε και νομοθετική κάλυψη: Την πρώτη με τη νομοθεσία περί αυτοχθόνων και ετεροχθόνων, η οποία το 1844 απέκλεισε τους Έλληνες που είχαν γεννηθεί σε υπόδουλες περιοχές και εγκατασταθεί στο Ελλαδικό κράτος να διορίζονται ως δημόσιοι υπάλληλοι, διάταξη που οδήγησε, μεταξύ άλλων, και στην απόλυση του Κων/νου Παπαρηγόπουλου. Τη δεύτερη, με νόμο του 1922, πάνω στην Καταστροφή, με τον οποίο «Απαγορεύεται η εν Ελλάδι αποβίβασις προσώπων ομαδόν αφικνουμένων εξ αλλοδαπής, εφ’ όσον ούτοι δεν είναι εφωδιασμένοι δια τακτικών διαβατηρίων νομίμως τεθεωρημένων…», απαγορεύτηκε η καταφυγή όσων από τους Μικρασιάτες είχαν επιζήσει από τους διωγμούς των Τούρκων στην Ελλάδα.


Έχομε συνηθίσει να μιλούμε για τα γεγονότα που συνέβησαν στο χώρο που σήμερα καταλαμβάνει το Ελλαδικό κράτος σα να είναι, αυτά και μόνο, τα γεγονότα της Ελληνικής ιστορίας. Ακόμα και η διαδεδομένη κρίση περί 400 χρόνων σκλαβιάς, αγνοεί ότι υπήρξαν πληθυσμοί και περιοχές που παρέμεναν υπόδουλες ήδη από τη μάχη του Μαντζικέρτ, άλλες που ελευθερώθηκαν εκατό και περισσότερα χρόνια μετά τη δημιουργία του ελλαδικού κρατιδίου κι άλλες που παραμένουν ακόμα υπό ξένη κατοχή. Και σίγουρα, οι εκτός συνόρων εναπομένοντες πληθυσμοί θεωρούνται μάλλον βάρος, όπως δείχνει η αντιμετώπιση της κυπριακής και της βορειοηπειρωτικής διάστασης του λαού μας, ενώ ο προσφυγικός ελληνισμός, αφού συκοφαντήθηκε και περιφρονήθηκε από τους ντόπιους ενσωματώθηκε υπό την αίρεση της υποστολής της πολιτιστικής του ταυτότητας. Η εξαίρεση του Ποντιακού στοιχείου επιβεβαιώνει τον κανόνα, αφού η διακριτή του ταυτότητα σώθηκε λόγω της μαζικότητάς της εγκατάστασής του σε περιοχές αγροτικές και χωριά, όπου και σήμερα συνεχίζεται η πολιτιστική του δημιουργία.
Το ελλαδικό κράτος έχει διαμορφώσει μιαν ιδεολογία που υπόρρητα διασπά την εδαφική παρουσία του Ελληνισμού σε μια «τοπική» και μιαν «εξωτική». Η αποτυχία της ολοκλήρωσης της επανάστασης του 1821 και το κάψιμο του οράματός της στο γιαγκίνι της Σμύρνης, έχει θέσει σύνορα και στο ποιος είναι ο Ελληνισμός γεωγραφικά. Η μικρασιατική, βορειοηπειρωτική, κυπριακή διάσταση του Νέου Ελληνισμού δε θεωρείται άξια μελέτης στα πλαίσια της ελληνικής ιστορίας αλλά προσεγγίζεται ως κάτι περιθωριακό και δίχως την ανάπτυξη που επιφυλάσσεται στα υπόλοιπα τμήματα του λαού μας που κατοικούν σε τμήματα της επικράτειας της χώρας. Σαν αποτέλεσμα, η συλλογική εμπειρία των πληθυσμών αυτών δεν ενσωματώνεται στο εθνικό συνειδητό, με αποτέλεσμα την άγνοια σε -επίσημο και μη- επίπεδο του τί έχει συμβεί πχ στη Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη. Τέτοια γνώση όμως θα οδηγούσε σε ασφαλή συμπεράσματα για το γενοκτονικό και επιθετικό χαρακτήρα της Τουρκίας, τα οποία θα λάμβανε υπ’ όψη της τόσο η εξωτερική πολιτική όσο και τα κόμματα και η κοινή γνώμη. Αντί γι’ αυτό, έχομε απόψεις όπως του Μπαλάφα του ΣΥΡΙΖΑ ότι θα το ρίσκαραν με την Τουρκία, απόψεις όμως που, πέραν της γελοιότητάς τους, περνάν υποσυνείδητα σε μεγάλο μέρος της κοινωνίας γιατί η Μικρά Ασία ή η Κύπρος, φαίνονται πράγματι μακρινές κι όχι οικείες. Το θέμα της Γενοκτονίας, δίδει ένα παράδειγμα χαρακτηριστικό: Η Γενοκτονία αντιμετωπίζεται σα θέμα του Μικρασιατικού Ελληνισμού μόνο και όχι όλου του λαού. Σε αντίθεση, η Αρμενία το αντιμετωπίζει σαν ένα εθνικό θέμα, που αφορά όλο το Αρμενικό έθνος, και το λαμβάνει υπ’ όψη συνολικά. Το δικό μας κράτος, το βλέπει σαν κάτι περιθωριακό και το αγνοεί στη χάραξη της πολιτικής του, εξωτερικής, εκπαιδευτικής διπλωματικής. Κι αυτό γιατί οι Αρμένιοι έχουν συνείδηση της συνέχειάς τους στο χώρο της Ανατολικής Μικράς Ασίας, ενώ εμείς καμία.


Εδώ θα πρέπει να επισημάνομε ότι διαμορφώνονται δύο πόλοι σε αυτή τη διαδικασία, οι οποίοι αλληλοτροφοδοτούνται: Η άγνοια δίνει άλλοθι στην κατευναστική πολιτική, η υλοποίηση της οποίας νομιμοποιείται από την επίκληση της μη ύπαρξης συμφερόντων και δικαιωμάτων του Ελληνισμού σε συγκεκριμένες περιοχές (λόγω άγνοιας)· και η υποχωρητικότητα οδηγεί σε παγίωση της άγνοιας, αφού η άρση της θα δημιουργούσε «υποχρεώσεις» που δεν επιθυμεί να επωμιστεί το ελλαδικό κράτος: «Αφού δεν είχε νέα ευχάριστα να πει, καλύτερα να μη μας πει κανένα…».
Αυτή η προσέγγιση λοιπόν δεν περιορίζεται στο ιδεολογικό πεδίο· έχει απτά αποτελέσματα όσον αφορά την πολιτική του Ελλαδικού κράτους, γιατί το αποκλείει από το να διαμορφώσει σχέσεις και να επηρεάσει (στα πλαίσια μιας σοβαρής πολιτικής εννοείται) πληθυσμούς και εξελίξεις εκτός της ελλαδικής επικράτειας:
Η Κύπρος «βρίσκεται μακριά», επομένως είναι κάτι ξεχωριστό από εμάς, οπότε δε μας αφορά η Κατοχή. Επιπλέον, δε μας αφορά και η Ανατολική Μεσόγειος εφόσον δε φτάνουμε μέχρι εκεί. Άρα νομιμοποιείται η απουσία μας από το μέτωπο αυτό και η εγκατάλειψη του ενιαίου αμυντικού δόγματος, και βεβαίως της Ανατολικής Μεσογείου και της Κύπρου στην Τουρκία.
Αντίστοιχα ισχύουν και για τη Βόρειο ‘Ήπειρο. Η ύπαρξη μιας μειονότητας αναγνωρισμένης ως εθνικής Ελληνικής, αποτελεί βάρος για τον ελλαδικό τρόπο άσκησης εξωτερικής πολιτικής· η πολιτική μας αγνοεί τις διεθνείς συμβάσεις, αρνείται να αναλάβει τις ευθύνες της, ενώ υιοθετεί άκριτα τις θέσεις του Αλβανικού Εθνικισμού και των σωμάτων ασφαλείας της γείτονος, όπως πχ στη δολοφονία Κατσίφα. Αυτό πάλι σημαίνει ότι η μειονότητα εγκαταλείπεται στις ορέξεις του Αλβανικού κράτους, και ότι η στάση μας περνά το μήνυμα ότι δε θα υπάρξει αντίδραση, εντείνοντας την ασυδοσία σε βάρος των ομογενών.
Η συνέχεια στο χώρο και η μη συνειδητοποίησή της από το ελλαδικό κράτος αφορά και άλλες παραμέτρους. Στις περιοχές που εγκαταλείψαμε με τη γενοκτονία και την ανταλλαγή των πληθυσμών δεν υπάρχουν πια χριστιανοί, υπάρχουν όμως τα μνημεία τους και ο απόηχος της παρουσίας τους είναι ακόμα εκεί. Επιπλέον, υπάρχει ο εξισλαμισμένος πληθυσμός, τμήμα του οποίου πιθανόν και να προέρχεται από ένα προηγούμενο κρυπτοχριστιανικό στάδιο που δε μπόρεσε να αντέξει σε περισσότερες γενιές, αλλά σε κάθε περίπτωση μπορεί να αποκτήσει συνείδηση της καταγωγής του και, ακόμα κι αν είναι πια μωαμεθανικός, να μη θεωρεί τον εαυτό του Τούρκο αλλά Έλληνα μουσουλμάνο. Αυτό γίνεται ήδη σε περιοχές της Μαύρης Θάλασσας, όπου ομιλούνται και τα Ρωμαίικα κατά τόπους. Μια σοβαρή πολιτική θα είχε συνείδηση αυτών των στοιχείων. Και θα διαμόρφωνε άποψη τόσο για τα μνημεία όσο και για τον πληθυσμό που έχει παραμείνει εκεί (ή ήρθε με την ανταλλαγή των πληθυσμών από την Ελλάδα, ως εξισλαμισμένος, είναι χαρακτηριστικό ότι οι Σκοπιανοί θεωρούν τους εκ Μακεδονίας Βαλαάδες εξισλαμισμένους Σκοπιανούς και τους προσεγγίζουν).
Μια στάση που θα είχε εμπεδώσει τη συνέχεια στο χώρο, δε θα θεωρούσε ποτέ μακριά την Κύπρο. Θα επενέβαινε στην υπεράσπισή της και στην αποτροπή των πειρατικών ενεργειών της Τουρκίας. Θα απέτρεπε τη δημιουργία των προϋποθέσεων για την αρπαγή των περιουσιών των Βορειοηπειρωτών, τη δολοφονία Κατσίφα και την επαπειλούμενη εγκατάσταση μουσουλμανικών λαθρομεταναστευτικών πληθυσμών στη Βόρειο Ήπειρο. Θα άπλωνε ασπίδα προστασίας σε πληθυσμούς κρυπτοχριστιανικούς στη Μικρά Ασία (ο Νεοκλής Σαρρής αναφερόταν σε έγγραφα τέτοιων αδελφών μας της δεκαετίας του ’30 προς το Ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών, τα οποία δεν έτυχαν καμιάς απάντησης), θα διαμόρφωνε διαύλους επικοινωνίας με σημερινούς εξισλαμισμένους πληθυσμούς που συνειδητοποιούν την καταγωγή τους και θα διεκδικούσε λόγο για τα μνημεία μας εκεί. Έτσι, θα είχε μιαν ενεργή πολιτιστική επικοινωνία και θα ενθάρρυνε την έκφραση ταυτοτήτων που είναι σήμερα καταπιεσμένες, κι ίσως αύριο να εξαλειφθούν.


Είναι σαφές ότι η παραθεώρηση της χωρικής διάστασης του Ελληνισμού οδηγεί σε κολοβωμένη τοπικά πρόσληψη της ιστορικής μας διαδρομής και εν τέλει στη διάγνωση ύπαρξης συμφερόντων του λαού μας και στο σχεδιασμό(;) της όποιας στρατηγικής μόνο σε αυτά τα πλαίσια. Αυτό δε σημαίνει πως η Ελλάδα θα πρέπει να καταστεί αναθεωρητική δύναμη και να διεκδικεί εδάφη η τύχη των οποίων έχει καθοριστεί με διεθνείς συνθήκες. Σημαίνει όμως πως μπορεί να εκφέρει λόγο σε σχέση με περιοχές όπου αναπτύχθηκε αυτόχθων ελληνικός πληθυσμός, να ενδιαφέρεται για τα δικαιώματά του ως ξεριζωμένου, για τα μνημεία του, είτε αυτά βρίσκονται εκεί είτε έχουν μεταφερθεί αλλού (πχ τα μνημεία της Περγάμου που βρίσκονται σε γερμανικό μουσείο). Σημαίνει ότι το Κυπριακό δε μπορεί να αντιμετωπίζεται ως πρόβλημα του Κυπριακού κράτους, ούτε τα δικαιώματα των Βορειοηπειρωτών σαν εσωτερικό θέμα της Αλβανίας. Η πολιτιστική επαναπροσέγγιση των εξισλαμισμένων πληθυσμών μας, Ποντίων (που το κάνουν ήδη από μόνοι τους), Μακεδόνων, Κρητικών (που είναι πιο δύσκολο στο βαθμό που αποχώρησαν μέσα από οξύτατες συγκρούσεις αλλά εφικτό σε μεμονωμένες προς το παρόν περιπτώσεις), μπορεί να δημιουργήσει μια συναίσθηση του τί έχει προηγηθεί. Το τουρκικό κράτος γνωρίζει αυτό που εμείς επιμένουμε να αγνοούμε, και πρέπει να μπούμε κι εμείς σε μια τέτοια λογική. Η συνειδητοποίηση έστω και μόνο από την εδώ πλευρά του Αιγαίου αυτών των παραμέτρων αρκεί για να αλλάξει τον τρόπο που βλέπουμε την περιοχή μας, γιατί θα είναι μια άλλη περιοχή, θα πρόκειται για περιοχή του Ελληνισμού και όχι της ελλαδικής επικράτειας.
Η μάχη για την αναίρεση της χωρικής λήθης είναι μπροστά μας. Πιο αχαρτογράφητη από τη μάχη για την ελληνική διαχρονία. Πιο ασυνειδητοποίητη, ακόμα και σε μας που τα νιώθομε αυτά. Γιατί ενώ η χρονική συνέχεια έχει έρεισμα στο συλλογικό θυμικό, η γενοκτονία της λήθης που υπέστη ο λαός μας, πρόσφυγες και μη, οδήγησε στον εξοβελισμό από αυτό του πέραν της Ελλάδικής επικράτειας αυτόχθονος Ελληνισμού, πρέπει λοιπόν να τον ξαναβάλομε στην εικόνα ισότιμα με τους Ελλαδικούς πληθυσμούς και περιοχές.

27 Απριλίου, 2020 Posted by | Κείμενα για την Μικρασία, Πολιτική και πολιτισμός | , , , , , , | Σχολιάστε