Με το τουφέκι και τη λύρα

ΤΟΥΡΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΟ ΜΟΝΤΕΛΟ

Με το τέλος της φετινής τουριστικής σαιζόν και την αρνητική εμπειρία της περσινής, μπορούμε να διατυπώσομε κάποιες σκέψεις γενικότερες, τόσο για τον τουρισμό που θέλομε, όσο και για το παραγωγικό υπόδειγμα της πατρίδας μας.

Μια γενική παρατήρηση είναι πως οι υπηρεσίες, στις οποίες συγκαταλέγεται και ο τουρισμός, αποτελούν ένα πολύ μεγάλο κομμάτι του ΑΕΠ της χώρας, περίπου 80%· αυτό σημαίνει ότι ο πρωτογενής και δευτερογενής τομέας έχουν δυσανάλογα μικρή συμμετοχή στην οικονομία, κι αυτό δημιουργεί ανισορροπίες και στρεβλώσεις που γίνονται αισθητές στη ζωή μας. Το παρήγορο είναι ότι δείχνουν μιαν ανοδική τάση που ελπίζομε να συνεχιστεί.

Ο τουρισμός, διαφημίζεται από πολλούς σαν η βαριά βιομηχανία της Ελλάδας. Κι αν αυτό επιβεβαιώνει μια δομή οικονομίας όπου η μεταποίηση δεν έχει τη θέση που θα έπρεπε, η ουσία είναι ότι δεν πρέπει ο τουρισμός, και οι υπηρεσίες γενικότερα, να λειτουργήσουν σα βαριά βιομηχανία ή «ατμομηχανή της οικονομίας» σε ένα ενάρετο παραγωγικό μοντέλο. Μια οικονομία που βασίζεται στις υπηρεσίες είναι ευάλωτη σε αλλαγές πέραν του ελέγχου της, όπως η πανδημία ή μια γεωπολιτική κρίση. Έτσι, πέρσι ο τουρισμός δε δούλεψε λόγω του κορονοϊού, ενώ μια κρίση με την Τουρκία θα έχει αντίστοιχο αντίκτυπο.

Η οικονομία πρέπει να στοχεύει στην κατά το δυνατό μεγαλύτερη αυτάρκεια της πατρίδας, οπότε θα πρέπει να έχει στόχο να αξιοποιεί τις δυνατότητες του πρωτογενούς και δευτερογενούς τομέα. Αυτό δεν ισχύει σε μας. Παθογένειες της κρατικής μηχανής και εμπόδια που αυτή θέτει στους παραγωγούς και μεταποιητές, οδηγούν στην εγκατάλειψη των παραγωγικών δραστηριοτήτων προς όφελος των υπηρεσιών. Αλλά οι υπηρεσίες που προσφέρονται, ο τουρισμός κυρίως, υστερεί σε ποιότητα και, ακόμα κι αυτός, μπορεί να αποδίδει προσωρινά, αλλά πιο πολύ εκμεταλλευόμενος την προνομιακή θέση της Ελλάδας παρά εξελίσσοντας αυτό το πλεονέκτημα και πατώντας σε στέρεες βάσεις.

Οι μικρές εκμεταλλεύσεις στην οικονομία μας, είτε πρόκειται για χωράφια, είτε για τουριστικές επιχειρήσεις, μπορούν να είναι ποιοτικές και κερδοφόρες· όχι όμως με το να παραδίδομε την παραγωγή μας στο χονδρέμπορο ή να φτιάχνομε δυο υποτυπώδη καταλύματα προς άγρα τουριστών που ψάχνουν απλά να μεταφέρουν τον τρόπο ζωής τους υπό ήλιο και θάλασσα, αδιαφορώντας για τον τόπο που επισκέπτονται.

Σημαίνει τούτο πως δε θέλομε τον τουρισμό; Σε ένα περιβάλλον σαν το σημερινό, εννοείται πως και οι υπηρεσίες και ο τουρισμός αποτελούν μια σημαντική συνιστώσα της διάρθρωσης της οικονομίας. Αλλά αυτό δεν πρέπει να γίνεται με τη μορφή της μονομέρειας, με την εγκατάλειψη των άλλων τομέων και μια λογική αλληλοαποκλεισμού μεταξύ τους. Η μικρομεσαία, κοινοτική δομή της οικονομίας μας, δεν αποτελεί εμπόδιο αλλά προσφέρεται για συνέργειες μεταξύ των τομέων της οικονομίας· απλά θα πρέπει να ξεκαθαρίσομε τί οικονομία θέλομε, και τί τουρισμό θέλομε.

Κι εδώ πρέπει να γίνει μια ιεράρχηση από πλευράς μας. Η αγροτική παραγωγή, εξ ορισμού ποιοτική ακόμα και όταν δεν είναι βιολογική, οφείλει να τυποποιείται και να διατίθεται στην τιμή που της αξίζει, με τον παραγωγό να βλέπει την ανταπόκριση των προσπαθειών του ο ίδιος κι όχι ο χονδρέμπορος ή το ξένο κράτος που εισάγει το προϊόν μας χύμα σε εξευτελιστική τιμή, το μεταποιεί και το διαθέτει αυτό όπως πρέπει, κερδίζοντας την υπεραξία αυτό και όχι ο παραγωγός.

Αντίστοιχα, ο δευτερογενής τομέας έχει μια τεράστια δυναμική και αναγνώριση με την μαστορική του τεχνίτη, που λειτουργεί εκτός εγχειριδίου, δημιουργικά κι όχι διεκπεραιωτικά, και αξίζει να έχει ένα υποστηρικτικό θεσμικό πλαίσιο για να γιγαντωθεί.

Ο τουρισμός θα πρέπει να λειτουργήσει σε δυο επίπεδα: Το ένα είναι να θέσει συγκεκριμένες προδιαγραφές: Το υπόδειγμα του τουρίστα που μεθάει κάνοντας ηλιοθεραπεία αποκομμένος από την τοπική κοινωνία, κουλτούρα, γαστρονομία, ιστορία, μουσική και χορό, οφείλει να είναι υπόδειγμα προς αποφυγή. Η σύγχρονη τάση του περιηγητή που αναζητά εμπειρίες και βιώματα από τον τόπο που επισκέπτεται, που αποτυπώνεται ήδη και σε πλατφόρμες όπως το Airbnb, είναι αυτή που δημιουργεί δεσμούς, σεβασμό, αλληλεπιδράσεις μεταξύ επισκέπτη και χώρας υποδοχής. Κι είναι αυτή στην οποία οφείλει η Ελλάδα να ρίξει το βάρος. Το υπόδειγμα αυτό της ταιριάζει, καθώς δεν είναι απλά σκηνικό για διακοπές αλλά τόπος με έντονη ιστορία, πολιτισμό και ζώσα παράδοση. Σε αυτή τη βάση προσελκύει ποιοτικό τουρισμό, συνειδητοποιημένο και με απαιτήσεις πέραν της προχειρότητας, βελτιώνοντας έτσι την προσφορά των παροχών σε μιαν ενάρετη ανοδική σπείρα.

Δίπλα σ’ αυτή τη βασική αρχή, μπορούν να προστεθούν θεματικού τύπου τουριστικές εμπειρίες, τις οποίες προσφέρει απλόχερα η ελληνική διαχρονία: Αρχαιότητες, βυζαντινή περίοδος, θρησκευτικός, χειμερινός, συνεδριακός τουρισμός, και στοχευμένα σε ένα από αυτά και σωρευτικά, αποσκοπώντας στην ποιότητα και στην επιμήκυνση της τουριστικής περιόδου.  

Σε ένα δεύτερο επίπεδο, η παραπέρα επέκταση του τουρισμού πρέπει να εμπεριέχει συνέργειες με τους άλλους τομείς της οικονομίας: Μονάδες που εξοπλίζονται με ελληνικά προϊόντα, έπιπλα, κουφώματα, στρώματα κλπ, μειώνουν τις εισαγωγές και ενισχύουν το δευτερογενή τομέα. Αντίστοιχα, η προσφορά φαγητού από προϊόντα της περιοχής, είναι η ίδια μια εμπειρία για τον, επισκέπτη πλέον και όχι τουρίστα, που τη δοκιμάζει, και δημιουργεί τόνωση της πρωτογενούς παραγωγής ώστε να καλύψει τη ζήτηση, εισόδημα για τον αγρότη από επέκταση των καλλιεργειών. Ακόμα κάνει γνωστό το προϊόν εκτός Ελλάδος, δημιουργώντας φήμη και ζήτηση που θα εκφραστεί σε εξαγωγές. Η επαφή του επισκέπτη με αυτά, με τα χειροτεχνήματα της παράδοσής μας, με τα προϊόντα οικοτεχνίας, δημιουργεί τις προϋποθέσεις της παραμονής των νέων στον τόπο τους, της αναγέννησης της υπαίθρου, και ταιριάζει με το κοινοτικό υπόδειγμα της πολυειδίκευσης και των συνεργειών μεταξύ μικρών παραγωγών, που είναι συγχρόνως μικροξενοδόχοι και που ο ένας συμπληρώνει τον άλλο. Κι όλοι μαζί συνθέτουν ένα ψηφιδωτό ζωντανό, χαρούμενο, δυναμικό.

Θέλομε τον τουρισμό λοιπόν. Με τους όρους μας, όρους ταυτότητας και αυθεντικότητας, κι όχι με όρους απρόσωπης διεκπεραίωσης μιας αρπαχτής. Κι αν παλιότερα αυτό δεν ήταν τόσο συνειδητό, σήμερα, που βρισκόμαστε πολλώ λογιώ στα όριά μας, το καταλαβαίνουν οι περισσότεροι, και μπορεί από εκεί να ξεκινήσει μια αντιστροφή του παρασιτισμού, χρησιμοποιώντας τις υπηρεσίες ως εφαλτήριο, μετατρέποντάς τις από νεκροθάφτη της παραγωγής σε μοχλό ανάκαμψής της.

19 Νοεμβρίου, 2021 Posted by | Πολιτική και πολιτισμός | , , , , , , | Σχολιάστε

ΤΟΥΡΙΣΜΟΣ: ΜΟΝΟΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ Η ΜΟΧΛΟΣ ΤΗΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ;

Δε θα μπούμε στη συζήτηση για το αν ο τουρισμός είναι η βαριά βιομηχανία της Ελλάδας. Αυτό που είναι σίγουρο, είναι πως μαζί με τη ναυτιλία είναι οι δυο μεγάλοι πυλώνες της οικονομίας μας, με τον πρωτογενή τομέα να περιορίζεται σε ένα 5% περίπου του ΑΕΠ και το δευτερογενή να βρίσκεται γύρω στο 16%.
Η πανδημία κατέδειξε τα όρια μιας οικονομίας που έχει ατροφική παραγωγή και βασίζεται στις υπηρεσίες, με ναυαρχίδα εδώ τον τουρισμό. Η κατανάλωση καλύπτεται από εισαγωγές, οπότε η κατάρρευση μιας κύριας πηγής εσόδων, όπως ο τουρισμός, μας υποχρεώνει σε κάποιες σκέψεις για το μέλλον.
Ένα ζήτημα είναι πού στηρίζεται ο τουρισμός μας. Αν στοχεύει στο να προσφέρει απλά ένα περιβάλλον ήλιου και θάλασσας σε κάποιους που θέλουν να ξεσκάσουν, χαμηλώνει τις προδιαγραφές του. Θα προσφέρει σκουπίδια για φαγητό, μπόμπες για ποτό, ώστε να μπορεί να προσελκύσει τουρίστες αλλά όχι περιηγητές που θα επισκέπτονται έναν τόπο με κριτήριο το ενδιαφέρον τους γι’ αυτόν. Και για να το κάμει, θα στραφεί σε προμηθευτές παντού όπου θα βρει φτηνότερα. Το παγκοσμιοποιημένο οικονομικό σύστημα το επιτρέπει. Επομένως, ο τουριστικός πελάτης δε θα δοκιμάσει στο φαγητό την παραγωγή του τόπου που επισκέπτεται, αλλά κάποιου φτηνότερου. Θα χρησιμοποιήσει έπιπλα και εξοπλισμό εισαγωγής, που προμηθεύτηκε φτηνά ο επιχειρηματίας από την παγκόσμια αγορά. Και η αίσθηση που θα αποκομίσει από την Ελλάδα είναι ότι πρόκειται για ένα ειδυλλιακό σκηνικό εκτόνωσης.
Όμως έτσι χάνεται η μοναδικότητά του τόπου, γιατί ο τόπος είναι οι άνθρωποί του, η ιστορία του. Και, για να μπούμε στη λογική του επιχειρηματία, το σκηνικό μπορεί να το βρει κάποιος φτηνότερα. Πρέπει λοιπόν να εστιάσει αλλού ο τουρισμός μας για να συνεχίσει να υπάρχει και να προσφέρει στους απασχολούμενου σ’ αυτόν και στην εθνική οικονομία.
Κι εδώ, όπως και σε μια σειρά από θέματα, το κλειδί είναι η ταυτότητα. Το όμορφο τοπίο δεν έρχεται μόνο του. Είναι πρώτ’ απ’ όλα οι άνθρωποί του. Που διαμορφώθηκαν από τον τόπο στο διάβα των αιώνων, και τον διαμόρφωσαν σε μικρότερο βαθμό. Που προσάρμοσαν την αρχιτεκτονική τους στα υλικά που είναι διαθέσιμα και στο κλίμα. Που τρέφονται με αυτά που παράγει και υποστηρίζει η γη. Που πάλεψαν για να ζουν εδώ, που διαμόρφωσαν συνήθειες, μουσική και χορούς, που δημιούργησαν ένα σύστημα αξιών το οποίο καθορίζει τον τόπο. Άρα αυτός δεν είναι κάτι ουδέτερο, αλλά μια ταυτότητα συγκεκριμένη.


Την ταυτότητα αυτή θα πρέπει να μπορεί να τη βρει ο επισκέπτης σε κάθε του βήμα. Να γνωρίσει την ιστορία, τα έθιμα, τα προϊόντα, την κουλτούρα, τη μαγειρική… Κι εδώ έρχεται η οικονομία να συναντηθεί με τον τουρισμό. Γιατί ο επισκέπτης που θα ζητήσει να γνωρίσει τη χώρα, το λαό της, θα δοκιμάσει τις συνταγές της, θα αγοράσει χαρακτηριστικά προϊόντα, θα πάει στα γλέντια, θα δει τα μνημεία και θ’ αναρωτηθεί για την ιστορία τους, παλιά και νεότερη. Κι αυτό προϋποθέτει να υπάρχει τοπική παραγωγή.
Βέβαια, όταν οι ελίτ που διαχειρίζονται τις τύχες της χώρας περιφρονούν την ταυτότητά της, όταν δεν είναι σε θέση να χορέψουν ένα χορό της και ακούν τα πολιτισμικά υποπροϊόντα της δυτικής μουσικής, όταν οι ίδιοι ενθαρρύνουν τις εισαγωγές και αφήνουν τον πρωτογενή τομέα και τη μεταποίηση να σβήνουν, δεν είναι σε θέση να αντιληφθούν αυτό το βασικό ζήτημα. Κι αφού αυτοί δε θα διαμορφώσουν μια τέτοια πολιτική στην οικονομία γενικά και στον τουρισμό ειδικότερα, πρέπει αυτή να τη διαμορφώσει ο λαός, υποκαθιστώντας τους στη διαμόρφωση στρατηγικής.
Στο μεταξύ, η τελευταία τάση του τουρισμού σα βιομηχανία, είναι να τονίζει την «εμπειρία», δηλαδή τα ταυτοτικά χαρακτηριστικά του τουρισμού. Για παράδειγμα, το Airbnb, έχει πλέον ιδιαίτερη κατηγορία, πέραν των καταλυμάτων, που τιτλοφορείται «Εμπειρίες», η οποία στοχεύει ακριβώς στο να προσφέρει στον επισκέπτη μια γεύση από την ιδιαιτερότητα του τόπου προορισμού του. Εδώ λοιπόν έρχεται η ανάγκη για μιαν ενδογενή παραγωγική ανασυγκρότηση, που θα συναντήσει τις τάσεις στον τουρισμό. Η σύνδεση βέβαια του τουρισμού με την τοπική παραγωγή δε θα έπρεπε να γίνει επειδή έτσι είναι οι διεθνείς τάσεις, αλλά γιατί μια οικονομία θα πρέπει να στηρίζεται στη δική της παραγωγή και πάνω σ΄ αυτή να χτίζει κι άλλους τομείς της οικονομίας. Αλλά έστω κι έτσι, μπορεί ο τουρισμός να αποτελέσει ένα μοχλό επανεκκίνησης της παραγωγής.
Βασικό στοιχείο σε αυτή την προσπάθεια είναι η σύνδεση του πρωτογενούς τομέα με τα καταλύματα και την εστίαση στον τουρισμό. Η μοναδικότητα της χώρας θα φανεί και από το φαγητό, όπου θα προσφέρονται συνταγές με ντόπια προϊόντα, επενδύοντας στην αυθεντικότητα ως πόλο έλξης. Ήδη, η προσπάθεια για Ελληνικό Πρωινό και η αντίστοιχη με εστιατόρια που στηρίζονται σε ντόπιες πρώτες ύλες, έχει ανταπόκριση με αυξητικές τάσεις. Αλλά αυτό δεν αρκεί. Στόχος πρέπει να είναι οι μονάδες εξοπλισμένες σε όλο τους το φάσμα από εγχώριες δημιουργίες, από την επίπλωση μέχρι τον ηλιακό θερμοσίφωνα.
Ευτυχώς, η μικρομεσαία δομή του ελληνικού τουρισμού, επέτρεψε στους απασχολούμενους σε αυτόν να αντέξουν την καταστροφή της πανδημίας και να προσβλέπουν σε μιαν αντιστροφή φέτος του κλίματος. Μόνο όμως αν συνδυαστεί με τη σύνδεσή του με την υπόλοιπη οικονομική και πολιτιστική δημιουργία θα αποκτήσει βάσεις τόσο στέρεες, ώστε η κρίση στον τουρισμό να μη συνεπάγεται και κρίση στην οικονομία και την πατρίδα συνολικά.

29 Μαρτίου, 2021 Posted by | Κείμενα για την Κρήτη, Πολιτική και πολιτισμός | , , | 1 σχόλιο

ΠΡΩΤΟΓΕΝΗΣ ΤΟΜΕΑΣ ΚΑΙ ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΗ ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ: ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ;

Συνηθίζομε, όταν μιλούμε για πρωτογενή τομέα, να εννοούμε τη γεωργική, κτηνοτροφική, αλιευτική παραγωγή καθεαυτή και να υπολογίζομε την αξία της για τον παραγωγό στην τιμή που το αγοράζει ο χονδρέμπορος. Αυτό είναι κατ’ αρχήν σωστό. Όμως αφενός αποκρύπτει την προστιθέμενη αξία που μπορεί να έχει σε μια τελική μεταποιημένη μορφή, αφετέρου καταδεικνύει ότι δεν υπάρχει μια τέτοια διαδικασία μεταποίησης στην Ελλάδα στο μέγεθος που θα δικαιολογούσε η παραγόμενη ποσότητα. Σύμφωνα με στοιχεία που παρουσίασε σε άρθρο του το Μάιο 2020 στο αγροτικό περιοδικό Agrenda ο βουλευτής Μ. Λαζαρίδης, o πρωτογενής τομέας ανέρχεται σε 11 δις, ήτοι 5,1% του ΑΕΠ, οι επιδοτήσεις του ανέρχονται σε 2 δις (1% ΑΕΠ) και η μεταποίησή του προϊόντος σε ακόμα 12 δις, δηλαδή 5,2% του ΑΕΠ. Στο ίδιο κείμενο τονίζεται πως τα στοιχεία αυτά είναι διπλάσια του ευρωπαϊκού μέσου όρου αλλά υπολείπονται σημαντικά των αντίστοιχων στοιχείων των χωρών του Ευρωπαϊκού Νότου, που έχουν παρόμοια δομή και προϋποθέσεις με την Ελλάδα.

Αν σκεφτούμε δε ότι το 1970 ο πρωτογενής τομέας ήταν 14% του ΑΕΠ, μπορούμε να δούμε πώς μειώθηκε στη διάρκεια των χρόνων η παραγωγή. Η αύξηση των υπηρεσιών, ιδίως του τουρισμού, δεν επαρκεί για να εξηγήσει τη μείωση αυτή, καθώς παρίσταται η ανάγκη διατροφής περισσότερων ανθρώπων, οπότε μια οικονομία που προσανατολίζεται στην αυτάρκεια θα ζητούσε να καλύψει τέτοιες ανάγκες από την παραγωγή της αυξάνοντάς την. Από την άλλη, από την κρίση και μετά ο πρωτογενής τομέας παρουσίασε αύξηση, αν υπολογίσει κανείς ότι το 2010, έτος έναρξης της κρίσης, η συμβολή του στο ΑΕΠ είχε πέσει στο 4,5% του ΑΕΠ, δηλαδή παρουσίασε αύξηση 0,6%. Βέβαια, αυτό δεν αντανακλά απαραίτητα μιαν ουσιαστική αύξηση, αλλά είναι απόρροια και του ότι παρατηρήθηκε μείωση των υπόλοιπων τομέων της οικονομίας, οπότε το σχετικό μερίδιο της αγροτικής παραγωγής φάνηκε να αυξάνεται σε μια συρρικνωμένη πίτα. Οι ιδιαίτερες συνθήκες της κρίσης οδήγησαν και στην αύξηση του αριθμού αυτών που δηλώνουν κατ’ επάγγελμα αγρότες.

Στον πρωτογενή τομέα έχομε δύο σημεία παθογένειας: Το πρώτο είναι ότι εγκαταλείπεται η παραγωγή, η καλλιέργεια, και τείνει να αντικατασταθεί με εισαγωγές. Το δεύτερο είναι ότι η όποια παραγωγή, προσεγγίζεται στη χύμα εκδοχή της και δεν υπάρχει μια στροφή στην τυποποίηση. Τα δύο λειτουργούν σα φαύλος κύκλος. Η χαμηλή χύμα τιμή καθιστά ασύμφορη την καλλιέργεια (ή την περιορίζει στο ελάχιστο σημείο που θα δικαιολογούσε επιδότηση, η οποία λαμβάνεται συχνά βάσει παραποιημένων μεγεθών και επίσης συχνά δε χρησιμοποιείται για το σκοπό που λαμβάνεται). Η ασύμφορη καλλιέργεια εγκαταλείπεται. Η παραγωγή μειώνεται. Προς κάλυψή της καταφεύγομε στις εισαγωγές, οπότε διογκώνεται το έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο ακόμα και σε τομείς που θα μπορούσε η Ελλάδα να πλησιάσει την αυτάρκεια. Αυτό οδηγεί και σε μείωση του πρωτογενούς τομέα, και σε μειωμένη απόδοση στους απασχολούμενους σε αυτόν. Το παρακάτω διάγραμμα δείχνει την απόδοσή του ανά εργαζόμενο ως τη χαμηλότερη διαχρονικά στην Ελληνική οικονομία.

(Πηγή: άρθρο του Περικλή Γκόγα, Αναπληρωτή Καθηγητή Οικονομικής Ανάλυσης και Διεθνών Οικονομικών, Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, 26/10/2017, δημοσιευμένο στη Huffington Post)

Σημαίνει αυτό πως ο πρωτογενής τομέας είναι μη προσοδοφόρος; Ας δούμε μιαν υπόθεση εργασίας με οδηγό το λάδι στον κατωτέρω πίνακα (από την ιστοσελίδα ypaithros.gr, Έρευνα ελαιόλαδο: Με δυσκολίες αλλά και ευκαιρίες εξελίσσεται η αγορά ελαιοκομικών προϊόντων, Γ. Τσιφόρος, 13.5.2020):

Χώρες προορισμούΑξία (χιλ.ευρώ)Ποσότητα (τόνοι)Μέση τιμή (€/κιλό)
Ιταλία107.81139.9442,70
Γερμανία47.2159.9394,75
ΗΠΑ35.6178.6614,11
Αυστρία13.0672.4995,23
Γαλλία6.6981.3624,92
Καναδάς6.4401.7153,76
Ην. Βασίλειο6.2931.5084,17
Ελβετία5.1258526,02
Κύπρος4.7441.4323,31
Σ. Βέλγιο4.5609354,88
Πολωνία3.9767325,43
Ιαπωνία3.6476955,25
Αυστραλία3.3759293,63
Ολλανδία2.6775345,01
Τσεχία2.3675084,56
Σουηδία2.3565364,40
Ισπανία2.0286513,12
Ουκρανία1.9643795,18
Ην. Αρ. Εμιράτα1.9494953,94
Νορβηγία1.8913096,12
Λοιπές26.6325.3894,52
Σύνολο290.43280.5043,61

Από παραγωγή 80.000 τόνων εξαιρετικού παρθένου ελαιολάδου που εξήχθη το 2019, εξαγάγαμε στην Ιταλία χύμα το μισό, ήτοι 40.000 τόνους, σε τιμή 2,70€/λίτρο. Αν το 2,70 είναι η τιμή που εισπράττει ο χονδρέμπορος, ο παραγωγός εισέπραξε ακόμα λιγότερο. Δυστυχώς, η συζήτηση για το λάδι σε επίπεδο παραγωγών γίνεται στο επίπεδο αυτών των τιμών, κι αν ξεπεράσει τα 2,50€ ο παραγωγός είναι ευχαριστημένος, πράγμα που δείχνει πόσο χαμηλά έχει τεθεί ο πήχυς. Το παράδειγμα της Ιταλίας θα μας δείξει έναν άλλο δρόμο. Η Ιταλία είναι η μεγαλύτερη εξαγωγός χώρα ελαιολάδου στον κόσμο. Συγχρόνως είναι και η μεγαλύτερη εισαγωγός, δηλαδή η παραγωγή της δεν αρκεί για να καλύψει την πελατεία της και εισάγει από τρίτες ελαιοπαραγωγούς χώρες προϊόν, το οποίο τυποποιεί και πωλεί σαν ιταλικό. Οι τιμές εκεί ξεπερνούν σταθερά τα 12$/λίτρο, φτάνοντας και πάνω από τα 64$/λίτρο (ενδεικτικά https://www.olioandolive.com/italian_extra_virgin_olive_oil_s/1826.htm, https://www.insicilia.com/en/171-sale-italian-extra-virgin-olive-oil). Σ’ αυτή την υπεραξία συντελούν μια σειρά κλάδοι, καθώς η τυποποίηση ανεβάζει θεαματικά την αξία του προϊόντος, την οποία καρπώνεται η χώρα που τυποποιεί κι όχι η παραγωγός, αποτελεί όμως παράδειγμα του τί πρέπει να γίνει στη χώρα μας. Την υπεραξία δημιουργούν και μοιράζονται μια σειρά επαγγελματίες που εμπλέκονται στην αλυσίδα αυτήν, όπως ο γραφίστας που θα φτιάξει το λογότυπο, ο κατασκευαστής της φιάλης ή άλλης συσκευασίας, ο εμφιαλωτής, ο ετικετάς που θα κολλήσει τη γραφική παράσταση και τα διατροφικά στοιχεία στη συσκευασία, ο διαφημιστής κλπ και απομένει ένα σημαντικό περιθώριο κέρδους για τον παραγωγό που τυποποιεί. Δεν αποτελεί προϋπόθεση για μια χώρα που τυποποιεί/μεταποιεί να είναι και παραγωγός, κι αυτό μπορούμε να το αποτιμήσουμε επαρκώς αν σκεφτούμε πόσες φυτείες κακάο υπάρχουν στην Ελβετία ή το Βέλγιο, τις κατεξοχήν χώρες που ελέγχουν την αγορά της σοκολάτας παγκοσμίως!

Ο μονόδρομος λοιπόν για την αγροτική παραγωγή είναι να ελέγξουν οι παραγωγοί την τυποποίηση/μεταποίηση και διάθεση του προϊόντος τους. Το θέμα της τυποποίησης δεν απαιτεί να έχει κάποιος αντίστοιχη εγκατάσταση, που πιθανόν να μη δικαιολογείται από μια μικρή σε ατομικό επίπεδο παραγωγή. Μπορούν βέβαια περισσότεροι, ως συνεταιρισμός ή ως ομάδα παραγωγών να αποκτήσουν εφόσον τα αθροιστικά τους μεγέθη το επιτρέπουν. Μπορεί όμως κάποιος και μόνος του να απευθυνθεί σε τυποποιητήριο τρίτου που θα αναλάβει εργολαβικά την τυποποίηση, με τον παραγωγό να εισφέρει το προϊόν και ενίοτε τον περιέκτη και τον εργολάβο να αναλαμβάνει την πλήρωση του περιέκτη και ενίοτε την επίθεση των ετικετών κλπ.

Το θέμα της διάθεσης είναι υπαρκτό. Όμως μπορούν να ανοίξουν αγορές και με τη διάθεση στους ξένους επισκέπτες της Ελλάδας, οι οποίοι θα συναντήσουν το τυποποιημένο προϊόν εδώ και θα το διαφημίσουν στην πατρίδα τους, και με το άνοιγμα αγορών του εξωτερικού. Το ελληνικό προϊόν του πρωτογενούς τομέα δεν είναι φτηνό και δε μπορεί να ανταγωνιστεί τα φτηνότερα προϊόντα άλλων χωρών, όμως δεν είναι αυτοί οι ανταγωνιστές μας ούτε στοχεύομε στο ίδιο καταναλωτικό κοινό. Τα ελληνικά προϊόντα, πρέπει να εισέρχονται σε νέες αγορές ως πρώτης ποιότητας (premium, delicatessen) και να απευθύνονται σε ένα κοινό που να είναι συνειδητοποιημένο και να διατίθεται να ξοδέψει περισσότερα για μια ποιοτική διατροφή. Υπάρχει πάντα η επιφύλαξη ότι δεν έχουμε τις ποσότητες εκείνες που θα κάλυπταν την ξένη αγορά, ιδίως Κίνα και Ινδία. Όμως δε θα πρέπει να σκεφτόμαστε πως στόχος είναι η κάλυψη ολόκληρης της αγοράς αυτών των χωρών, αλλά ένα μέρος τους μικρό ποσοστιαία αλλά και πάλι ικανό να απορροφήσει την ακριβή και ποιοτικά υπέρτερη παραγωγή μας.

Εδώ βέβαια απαιτείται να υπάρχει μια στήριξη από το κράτος. Υπάρχουν οι εμπορικοί ακόλουθοι στις πρεσβείες μας και το Enterprise Greece, ο πρώην Οργανισμός Προώθησης Εξαγωγών. Υπάρχουν και τα επιμελητήρια που υποδεικνύουν ευκαιρίες για συνεργασία με ξένους οίκους που φτάνουν σε αυτά. Απαιτείται όμως κάτι παραπάνω και από πλευράς Πολιτείας και από πλευράς παραγωγών.

Η Πολιτεία θα πρέπει να μπορεί να προσφέρει μιαν υποδομή με μηδενική γραφειοκρατία και παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών και καθοδήγησης για τον παραγωγό που θέλει να τυποποιήσει, μεταποιήσει, εξαγάγει τα προϊόντα του. Θα πρέπει επίσης να υπάρξει μια συντονισμένη δραστηριότητα που θα καταγράψει μια σειρά από προϊόντα δεκτικά κατοχύρωσης ως ΠΓΕ (Προστατευόμενη Γεωγραφική Ένδειξη), ΠΟΠ (Προστατευόμενη Ονομασία Προέλευσης), ΓΕ (Γεωγραφική Ένδειξη για αλκοολούχα), ΕΠΠΕ (Ειδικά Παραδοσιακά Προϊόντα Εγγυημένα) κλπ. Αυτό από μόνο του κινητοποιεί μια διαδικασία που περιλαμβάνει μεγάλο φάσμα εμπλεκομένων: Την τοπική αυτοδιοίκηση, τις υπηρεσίες του Υπουργείου, τα πανεπιστήμια που θα κληθούν να κάμουν έρευνα ώστε να στοιχειοθετηθεί η κατοχύρωση, τις τοπικές ενώσεις, συνεταιρισμούς και μεμονωμένους παραγωγούς στις εκμεταλλεύσεις και προϊόντα των οποίων θα διενεργηθούν οι έρευνες. Δηλαδή συνδέεται η παραγωγή με τα ΑΕΙ, κινητοποιείται ο διοικητικός μηχανισμός και δημιουργείται ένα υπόστρωμα που προσθέτει αξία στο παραγόμενο προϊόν. Αυτό με τη σειρά του δημιουργεί κίνητρο στον παραγωγό να ασχοληθεί, και οδηγεί σε αύξηση της παραγωγής, του κέρδους του, και μπορεί να αντιστρέψει τη φθίνουσα πορεία της παραγωγικότητας στον πρωτογενή τομέα, να αυξήσει το μερίδιό του στο ΑΕΠ και να αυξήσει και τις συνέργειές του με το δευτερογενή τομέα ώστε και αθροιστικά να κερδίσουν μερίδιο στο ΑΕΠ.

Κι εδώ θα πρέπει να γίνει συνείδηση πως η αξιοποίηση της ψηφιακής τεχνολογίας (από καλλιεργητικές εφαρμογές μέχρι ηλεκτρονικό κατάστημα) και η τυποποίηση είναι μονόδρομος για τον παραγωγό.  Απαιτεί κόπο στο στήσιμό της αλλά εάν υποστεί κάποιος τη βάσανο της διαδικασίας αυτής μια φορά, θα την έχει δρομολογήσει σε μόνιμη βάση. Όπως ήδη αναφέρθηκε, δεν πρόκειται για απλή διαδικασία. Εμπλέκονται οι προαναφερθείσες ειδικότητες κι άλλες ακόμα, τις οποίους πρέπει να συντονίσει ο παραγωγός ή η ομάδα/ένωση/συνεταιρισμός που προχωρά στην τυποποίηση. Σε περίπτωση μεταποίησης, δηλαδή στη δημιουργία νέου προϊόντος του διατροφικού, φαρμακευτικού, κοσμετολογικού κλπ τομέα που θα έχει σα βάση το παραγόμενο προϊόν, περαιτέρω ειδικότητες και φορείς εμπλέκονται, όπως κέντρα ερευνών (ΑΕΙ, Ιδρύματα, εργαστήρια). Φορείς αδειοδοτήσεων χρειάζεται να εμπλακούν από την πλευρά της διοίκησης, δημιουργώντας μια κατάσταση που απαιτεί χρόνο και έξοδα, αλλά και προσωπική ενασχόληση.

Ένας ακόμα ανασταλτικός παράγοντας σε μια τέτοια προσπάθεια, είναι σε αρκετές περιπτώσεις ο ίδιος ο παραγωγός. Ακόμα κι αν έχει ξεπεράσει το στάδιο των επιδοτήσεων ως αυτοσκοπό και τις εντάσσει σε ένα παραγωγικό σχέδιο, έχει συνηθίσει να συναλλάσσεται με το χονδρέμπορο σε βάση χύμα διάθεσης της παραγωγής. Πολλές φορές δεν είναι εξοικειωμένος με το όλο φάσμα των εργασιών που απαιτούνται μέχρι να φτάσει στην τυποποίηση και αποθαρρύνεται είτε στην αρχή, είτε στην πορεία. Βρίσκεται σε μιαν αδράνεια που προκαλεί μια παγιωμένη κατάσταση και τον ξεβολεύει να βγει από αυτήν, ακόμα και αν τα κίνητρα υπάρχουν. Και να ενδιαφέρεται θεωρητικά, όταν έρθει η ώρα της πράξης διστάζει να προχωρήσει. Εδώ θα πρέπει να υπάρξει συνειδητοποίηση, βούληση και ενίοτε συντονισμένη δράση με άλλους παραγωγούς. Και αυτό όμως δημιουργεί επιφυλάξεις, καθώς πέραν ορισμένων φωτεινών εξαιρέσεων, η συλλογική δράση έχει αποκτήσει κακό όνομα, λόγω των αποτυχιών πολλών συνεταιρισμών, ενώ και η συνεννόηση μεταξύ περισσότερων προσκρούει σε εγωισμούς και προσωπικές θεωρήσεις και επιδιώξεις που δε μπορούν να εναρμονιστούν με μια κοινή πορεία.

Σε όλα αυτά δεν υπάρχουν μαγικά ραβδιά που θα μεταμορφώσουν τη Διοίκηση σε αποτελεσματική, οραματική και φιλική στον πολίτη και τους παραγωγούς σε επιχειρηματίες και συνεταιριστές. Χρειάζεται από κάπου να αρχίσει κανείς, κι αυτό θα είναι από μεμονωμένες περιπτώσεις με όραμα και σχέδιο, που θα έχουν άποψη για το πώς θέλουν να κινηθούν και θα μπορέσουν να υλοποιήσουν τα σχέδιά τους με την απαραίτητη υπομονή και επιμονή. Στην πορεία θα αποκτήσουν τις γνώσεις και με τα λάθη που θα κάμουν θα καταλήξουν στο πώς θα διαμορφωθεί η προσπάθειά τους και το τελικό προϊόν. Κι αν μπορούν να συνεννοηθούν με κάποιους ακόμα, μπορούν να φτιάξουν κάτι πιο μεγάλο, κατά προτίμηση σιγά σιγά, με μετρημένα βήματα που το επόμενο θα προέρχεται από τη σταθερότητα και αποδοτικότητα του προηγούμενου. Μια άλλη προσέγγιση θα ήταν βέβαια να πάνε κατευθείαν σε κάτι μεγάλο, πχ Ομάδα παραγωγών ή Συνεταιρισμό, όμως η εμπειρία έχει δείξει πως κάτι που ξεκινά με υψηλούς στόχους αλλά δίχως να έχουν δοκιμαστεί στην πράξη οι σχέσεις και οι συμπεριφορές, αποδυναμώνεται στην πορεία όταν αυτά εκδηλώνονται. Ίσως μια σταδιακή αναβάθμιση της συνεργασίας βάσει των θετικών αποτελεσμάτων του προηγούμενου σταδίου να είναι πιο συμβατή στη νοοτροπία του Έλληνα παραγωγού.

Χρειάζεται ακόμα, μια συλλογική δράση που θα υποκαταστήσει τον αργό και εχθρικό κρατικό μηχανισμό, μέχρι εκεί που είναι αυτό αντικειμενικά αλλά και υποκειμενικά εφικτό. Η δημιουργία ενός δικτύου αλληλοενημέρωσης για κάποια θέματα πχ τυποποίηση, εξαγωγές κλπ μπορεί να υποκαταστήσει την έλλειψη επαρκούς συμβουλευτικής από το κράτος και να δημιουργήσει συνέργειες. Σε πρώτη φάση αυτό θα φαντάζει αναποτελεσματικό καθώς πολύ λίγοι θα εμπλέκονται, όμως η σταδιακή επέκταση του δικτύου και η τεχνογνωσία που θα αποκτάται, αρχικά σε αργό ρυθμό και στη συνέχεια εκθετικά, θα διευκολύνει την πρόσβαση περισσότερων στην αγορά. Η Ελληνική ιδιαιτερότητα του κατακερματισμού του κλήρου και των πολλών μικρών εκμεταλλεύσεων, που καταγράφεται σαν αρνητικό στοιχείο και στην έκθεση Πισσαρίδη, μπορεί εδώ να αντισταθμίσει, μέσα από τις συνέργειες που θα αναπτυχθούν, το μειονέκτημα που της αποδίδεται λόγω αδυναμίας οικονομιών κλίμακος. Και βέβαια οι συνέργειες δεν περιορίζονται στο δίκτυο που προαναφέρθηκε, μπορούν να εξελιχθούν σε συνεργασίες είτε ομοειδών προϊόντων, πχ παραγωγός που δε μπορεί να καλύψει έναν πελάτη να συμπληρώσει ποσότητα μέσω άλλου παραγωγού, είτε ετεροειδών, πχ παραγωγός που έχει πελάτη που αναζητά κι άλλα προϊόντα να υποδείξει τέτοιους παραγωγούς κλπ. Συνέργειες μεταξύ τομέων του πρωτογενούς τομέα μπορούν να λάβουν χώρα ιδίως σε περιπτώσεις μικρού κλήρου, πχ η βόσκηση ζώων σε δενδρώδη καλλιέργεια, όπου τα ζώα βρίσκουν τροφή και συγχρόνως καθαρίζουν το χωράφι από τα χόρτα που φυτρώνουν και το λιπαίνουν με τη κοπριά τους, η απομάκρυνση κοπριάς από υπόστεγο/στάβλο και η εναπόθεσή της σε καλλιέργεια κλπ.

Οι συνέργειες μπορεί να σημαίνουν από κοινού αγορά και εκ περιτροπής χρήση μηχανημάτων που θα ήταν ασύμφορο να αγοράσει καθένας μόνος του. Ξεκινώντας από μικρές ομάδες, και με απαραίτητη προϋπόθεση το σεβασμό και την υπευθυνότητα στη χρήση των μηχανημάτων, μπορεί αυτή η κατάσταση να μεγαλώσει μέχρι την κοινή πια επιχειρηματική δράση. Αλλά κι αν δε φτάσει μέχρι εκεί, πάλι κέρδος θα είναι να φτάσομε σε ένα επίπεδο συνεργασίας μέχρι εκεί που το επιτρέπει η διάθεση και οι στόχοι του καθενός, δίχως δυσαρέσκειες αν τυχόν δεν πάει παραπέρα η σχέση. Μέχρι εκεί που μπορεί θα πρέπει να προχωρά ο καθένας.

Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει στις επιδοτήσεις. Στην Ελλάδα υπάρχει μια στρεβλή χρήση τους, καθώς πολλές βασίζονται σε αναληθή στοιχεία και δε χρησιμοποιούνται για το σκοπό που λαμβάνονται. Επιπλέον, αποφασίζει να ξεκινήσει κάποιος μιαν εκμετάλλευση όχι γιατί είναι αυτή βιώσιμη αλλά γιατί επιδοτείται. Αυτό σημαίνει πως η εκμετάλλευση δε θα προχωρήσει, καθώς συντηρείται στο όριο της επιβίωσής της για να δικαιολογεί την επιδότηση δίχως κάποιο ενδιαφέρον από τον παραγωγό, ενώ θα εγκαταλειφθεί μόλις η επιδότηση σταματήσει. Τούτο συντελεί στη μείωση της παραγωγής. Η πορεία θα πρέπει να είναι αντίστροφη: μια εκμετάλλευση θα πρέπει να ξεκινά εφόσον ο παραγωγός θεωρεί ότι μπορεί να αποδώσει από μόνη της. Εκεί μπορεί να συνδυάσει επιδοτήσεις στοχευμένα που δίδουν πρόσθετη αξία στο προϊόν, που διευκολύνουν την προσπάθεια του παραγωγού, που τον βοηθούν να περάσει και στην τυποποίηση/μεταποίηση. Κι επειδή με τον τρόπο χρήσης τους, οι επιδοτήσεις έχουν βγάλει κακό όνομα, θα πρέπει αυτό να το αντιστρέψομε και να τις δούμε σα μοχλό διευκόλυνσης της προσπάθειάς μας. Αυτό σημαίνει επίσης και συγκεκριμένη πολιτική κεντρικά, ιδίως όταν δίδονται κίνητρα για την εγκατάλειψη κάποιας δραστηριότητας. Θα πρέπει σε τοπικό επίπεδο να κρίνουν οι παραγωγοί εάν όντως πρέπει να αλλάξουν δραστηριότητα με βάση τη δική τους πραγματικότητα κι όχι τις επιταγές του κράτους ή της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Από την άλλη η Πολιτεία οφείλει να έχει κεντρικό σχέδιο για τον πρωτογενή τομέα, που θα εστιάζει στην εφικτή αυτάρκεια και στην εξωστρέφεια. Θα πρέπει να εντοπίσει πού δεν επαρκεί η παραγωγή μας και να στοχεύσει να καλύψει το κενό. Αυτό, στο βαθμό που μειώνει τις εισαγωγές λειτουργεί ως αντίστροφη εξαγωγή και βελτιώνει το εμπορικό ισοζύγιο. Σε προϊόντα όπου υπάρχει κάλυψη της εσωτερικής ζήτησης (συμπεριλαμβανομένης αυτής που ο τουρισμός προκαλεί), θα πρέπει να υπάρχει στοχευμένο σχέδιο για εξαγωγές και διευκόλυνση των παραγωγών που θα θελήσουν να τις πραγματοποιήσουν. Αντί δηλαδή να ψάχνονται οι παραγωγοί, θα πρέπει να υπάρχει έτοιμος ένας οδικός χάρτης από τη Διοίκηση. Κι αν όχι, αυτό το ρόλο θα πρέπει να παίξουν τα δίκτυα που προαναφέραμε.

Βέβαια, συζητώντας για διατροφική αυτάρκεια, θα πρέπει να προβληματιστούμε πάνω στο διατροφικό πρότυπο που έχομε υιοθετήσει ως κοινωνία, με έμφαση στην υπερκατανάλωση κρέατος. Δε θα πρέπει πχ να επιδιώξομε αυτάρκεια που θα τροφοδοτεί ένα κρεατοκεντρικό μοντέλο διατροφής. Πέραν του θέματος υγείας, μια τέτοια αυτάρκεια θα οδηγούσε σε παραγωγή χαμηλής ποιότητας κρέατος, με κτηνοτροφία σταβλισμένη και βασισμένη στις ζωοτροφές. Η στροφή στη μεσογειακή διατροφή, όπως αυτή έχει μελετηθεί και τεκμηριωθεί σε μεσογειακές χώρες, μεταξύ των οποίων και στην πατρίδα μας (και που, παρεμπιπτόντως, σχεδόν κανείς δεν ακολουθεί πια στην Ελλάδα), θα σημάνει πέρα από τη βελτίωση των δεικτών υγείας και μείωση των εισαγωγών κρέατος.

This image has an empty alt attribute; its file name is foto-2-543x361-1.jpg

Η έμφαση στη βιολογική παραγωγή πρέπει να είναι μεταξύ των προτεραιοτήτων. Εδώ υπάρχει αφενός η δυσπιστία των παραγωγών στο οικονομικό αποτέλεσμα και στις καλλιεργητικές μεθόδους, αφετέρου η ανυπαρξία υποδομών από το κράτος, πχ η έλλειψη βιολογικά πιστοποιημένου σφαγείου για βιολογική κτηνοτροφία σε πολλές περιοχές, και η έλλειψη αντίστοιχα βιολογικά πιστοποιημένου τυροκομείου, οδηγεί στο να πωλείται το βιολογικό κρέας και γάλα ως συμβατικά και με αντίστοιχες τιμές, ενώ οι κτηνοτρόφοι καθίστανται εξαρτώμενοι από τις επιδοτήσεις που δίδονται για βιολογική κτηνοτροφία αφού δεν έχουν τον τρόπο να ολοκληρώσουν μια τέτοιαν εκμετάλλευση, και βέβαια όταν οι επιδότηση λήξει θα απουσιάζει το κίνητρο για βιολογική κτηνοτροφία. Η στροφή στη βιολογική παραγωγή οφείλει να είναι στην πρώτη γραμμή της προσπάθειας της Ελλάδας να διαμορφώσει ένα ισχυρό εμπορικό όνομα διεθνώς, αλλά πρέπει να ενταχθεί σε μια συνολική προσπάθεια και σχέδιο. Και εδώ η βραδύτητα του δημοσίου θα πρέπει να υποκατασταθεί από τη λειτουργία των δικτύων, αλλά μόνο ως προς την προπαρασκευή, καθώς οι αδειοδοτήσεις και η δημιουργία υποδομών σε μεγάλο βαθμό εξαρτώνται από τη Διοίκηση. Εδώ φαίνονται και τα όρια μιας προσπάθειας, καθώς και ότι το κράτος πρέπει να γίνει αρωγός κι όχι εμπόδιο στις προσπάθειες των πολιτών του, να είναι οι πολίτες του.

Ο μικρός κλήρος αποτελεί χαρακτηριστικό του ελληνικού πρωτογενούς τομέα. Αν και χαρακτηρίζεται ως μειονέκτημα στην έκθεση Πισσαρίδη, όπως προαναφέρθηκε, αποτελεί μια πραγματικότητα, η οποία πιθανόν με μια πρώτη προσέγγιση να μη φαίνεται οικονομοτεχνικά αποδοτική, πλην όμως έχει ένα ιστορικό βάθος και αποτέλεσε τη ραχοκοκαλιά του κοινοτισμού, της άμεσης δημοκρατίας, της μικρής κοινωνικής ψαλίδας μεταξύ των μελών της κοινωνίας και άρα την ισότιμη συμμετοχή του καθενός στην κοινότητα, ενώ σφυρηλάτησε και την αξία της αλληλεγγύης αφού μέσα από τις συνέργειες αναίρεσε η κοινότητα τις δυσκολίες που ο μικρός κλήρος μπορεί να παρουσιάσει. Σήμερα, η τεχνολογική πρόοδος μπορεί να τεθεί σύμμαχος στη διαχείριση μιας εκμετάλλευσης, ενώ συμμετοχικές πρακτικές θα συντελούσαν σε οικονομίες κλίμακος. Η αξιοποίηση της ψηφιακής τεχνολογίας, η εργολαβική ανάθεση σε τρίτους επί μέρους εργασιών σε περίπτωση που δεν υπάρχει ιδία υποδομή (πχ όργωμα από κάτοχο τρακτέρ, ανάθεση τυποποίησης σε τυποποιητήριο τρίτου κλπ), είναι ακόμα ένας τρόπος διεκπεραίωσης των απαιτούμενων εργασιών δίχως δέσμευση κεφαλαίων και αυξημένο κόστος ανά μονάδα, ενώ η υποστήριξη από τη διοίκηση ή/και δίκτυα πολιτών/παραγωγών θα πρέπει να πλαισιώνει τις προσπάθειες στοχεύοντας σε ένα βέλτιστο αποτέλεσμα.

Το σημείο εκκίνησης για όλα αυτά είναι κοντά στο μηδέν, έχει δηλαδή, για να χρησιμοποιήσουμε μια διατύπωση που ωραιοποιεί τα χάλια μας, «τεράστια περιθώρια βελτίωσης». Στόχος θα πρέπει να είναι να οργανωθεί τόσο καλά σε επίπεδο κρατικό, παραγωγών και συλλογικής προσπάθειας, ώστε να εξαντλήσει όσο γίνεται περισσότερο αυτά τα περιθώρια. Κι αυτό προϋποθέτει και σε αυτό το επίπεδο, να πραγματοποιήσομε μια ρήξη με το σύστημα, με τον παρασιτισμό, με το βολεμένο εαυτό μας. Αλλά αν αποφασίσομε πράγματι αυτή τη στροφή σαν κοινότητα και σαν πρόσωπα, ο πρωτογενής τομέας θα είναι ένας από τους πολλούς που θα επηρεαστούν, οπότε σε μια συνολική προσπάθεια η επί μέρους αλλαγή θα φαντάζει πιο εύκολη.

23 Δεκεμβρίου, 2020 Posted by | Κείμενα για την Κρήτη, Πολιτική και πολιτισμός | , , , , , | Σχολιάστε