Με το τουφέκι και τη λύρα

ΤΟΥΡΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΟ ΜΟΝΤΕΛΟ

Με το τέλος της φετινής τουριστικής σαιζόν και την αρνητική εμπειρία της περσινής, μπορούμε να διατυπώσομε κάποιες σκέψεις γενικότερες, τόσο για τον τουρισμό που θέλομε, όσο και για το παραγωγικό υπόδειγμα της πατρίδας μας.

Μια γενική παρατήρηση είναι πως οι υπηρεσίες, στις οποίες συγκαταλέγεται και ο τουρισμός, αποτελούν ένα πολύ μεγάλο κομμάτι του ΑΕΠ της χώρας, περίπου 80%· αυτό σημαίνει ότι ο πρωτογενής και δευτερογενής τομέας έχουν δυσανάλογα μικρή συμμετοχή στην οικονομία, κι αυτό δημιουργεί ανισορροπίες και στρεβλώσεις που γίνονται αισθητές στη ζωή μας. Το παρήγορο είναι ότι δείχνουν μιαν ανοδική τάση που ελπίζομε να συνεχιστεί.

Ο τουρισμός, διαφημίζεται από πολλούς σαν η βαριά βιομηχανία της Ελλάδας. Κι αν αυτό επιβεβαιώνει μια δομή οικονομίας όπου η μεταποίηση δεν έχει τη θέση που θα έπρεπε, η ουσία είναι ότι δεν πρέπει ο τουρισμός, και οι υπηρεσίες γενικότερα, να λειτουργήσουν σα βαριά βιομηχανία ή «ατμομηχανή της οικονομίας» σε ένα ενάρετο παραγωγικό μοντέλο. Μια οικονομία που βασίζεται στις υπηρεσίες είναι ευάλωτη σε αλλαγές πέραν του ελέγχου της, όπως η πανδημία ή μια γεωπολιτική κρίση. Έτσι, πέρσι ο τουρισμός δε δούλεψε λόγω του κορονοϊού, ενώ μια κρίση με την Τουρκία θα έχει αντίστοιχο αντίκτυπο.

Η οικονομία πρέπει να στοχεύει στην κατά το δυνατό μεγαλύτερη αυτάρκεια της πατρίδας, οπότε θα πρέπει να έχει στόχο να αξιοποιεί τις δυνατότητες του πρωτογενούς και δευτερογενούς τομέα. Αυτό δεν ισχύει σε μας. Παθογένειες της κρατικής μηχανής και εμπόδια που αυτή θέτει στους παραγωγούς και μεταποιητές, οδηγούν στην εγκατάλειψη των παραγωγικών δραστηριοτήτων προς όφελος των υπηρεσιών. Αλλά οι υπηρεσίες που προσφέρονται, ο τουρισμός κυρίως, υστερεί σε ποιότητα και, ακόμα κι αυτός, μπορεί να αποδίδει προσωρινά, αλλά πιο πολύ εκμεταλλευόμενος την προνομιακή θέση της Ελλάδας παρά εξελίσσοντας αυτό το πλεονέκτημα και πατώντας σε στέρεες βάσεις.

Οι μικρές εκμεταλλεύσεις στην οικονομία μας, είτε πρόκειται για χωράφια, είτε για τουριστικές επιχειρήσεις, μπορούν να είναι ποιοτικές και κερδοφόρες· όχι όμως με το να παραδίδομε την παραγωγή μας στο χονδρέμπορο ή να φτιάχνομε δυο υποτυπώδη καταλύματα προς άγρα τουριστών που ψάχνουν απλά να μεταφέρουν τον τρόπο ζωής τους υπό ήλιο και θάλασσα, αδιαφορώντας για τον τόπο που επισκέπτονται.

Σημαίνει τούτο πως δε θέλομε τον τουρισμό; Σε ένα περιβάλλον σαν το σημερινό, εννοείται πως και οι υπηρεσίες και ο τουρισμός αποτελούν μια σημαντική συνιστώσα της διάρθρωσης της οικονομίας. Αλλά αυτό δεν πρέπει να γίνεται με τη μορφή της μονομέρειας, με την εγκατάλειψη των άλλων τομέων και μια λογική αλληλοαποκλεισμού μεταξύ τους. Η μικρομεσαία, κοινοτική δομή της οικονομίας μας, δεν αποτελεί εμπόδιο αλλά προσφέρεται για συνέργειες μεταξύ των τομέων της οικονομίας· απλά θα πρέπει να ξεκαθαρίσομε τί οικονομία θέλομε, και τί τουρισμό θέλομε.

Κι εδώ πρέπει να γίνει μια ιεράρχηση από πλευράς μας. Η αγροτική παραγωγή, εξ ορισμού ποιοτική ακόμα και όταν δεν είναι βιολογική, οφείλει να τυποποιείται και να διατίθεται στην τιμή που της αξίζει, με τον παραγωγό να βλέπει την ανταπόκριση των προσπαθειών του ο ίδιος κι όχι ο χονδρέμπορος ή το ξένο κράτος που εισάγει το προϊόν μας χύμα σε εξευτελιστική τιμή, το μεταποιεί και το διαθέτει αυτό όπως πρέπει, κερδίζοντας την υπεραξία αυτό και όχι ο παραγωγός.

Αντίστοιχα, ο δευτερογενής τομέας έχει μια τεράστια δυναμική και αναγνώριση με την μαστορική του τεχνίτη, που λειτουργεί εκτός εγχειριδίου, δημιουργικά κι όχι διεκπεραιωτικά, και αξίζει να έχει ένα υποστηρικτικό θεσμικό πλαίσιο για να γιγαντωθεί.

Ο τουρισμός θα πρέπει να λειτουργήσει σε δυο επίπεδα: Το ένα είναι να θέσει συγκεκριμένες προδιαγραφές: Το υπόδειγμα του τουρίστα που μεθάει κάνοντας ηλιοθεραπεία αποκομμένος από την τοπική κοινωνία, κουλτούρα, γαστρονομία, ιστορία, μουσική και χορό, οφείλει να είναι υπόδειγμα προς αποφυγή. Η σύγχρονη τάση του περιηγητή που αναζητά εμπειρίες και βιώματα από τον τόπο που επισκέπτεται, που αποτυπώνεται ήδη και σε πλατφόρμες όπως το Airbnb, είναι αυτή που δημιουργεί δεσμούς, σεβασμό, αλληλεπιδράσεις μεταξύ επισκέπτη και χώρας υποδοχής. Κι είναι αυτή στην οποία οφείλει η Ελλάδα να ρίξει το βάρος. Το υπόδειγμα αυτό της ταιριάζει, καθώς δεν είναι απλά σκηνικό για διακοπές αλλά τόπος με έντονη ιστορία, πολιτισμό και ζώσα παράδοση. Σε αυτή τη βάση προσελκύει ποιοτικό τουρισμό, συνειδητοποιημένο και με απαιτήσεις πέραν της προχειρότητας, βελτιώνοντας έτσι την προσφορά των παροχών σε μιαν ενάρετη ανοδική σπείρα.

Δίπλα σ’ αυτή τη βασική αρχή, μπορούν να προστεθούν θεματικού τύπου τουριστικές εμπειρίες, τις οποίες προσφέρει απλόχερα η ελληνική διαχρονία: Αρχαιότητες, βυζαντινή περίοδος, θρησκευτικός, χειμερινός, συνεδριακός τουρισμός, και στοχευμένα σε ένα από αυτά και σωρευτικά, αποσκοπώντας στην ποιότητα και στην επιμήκυνση της τουριστικής περιόδου.  

Σε ένα δεύτερο επίπεδο, η παραπέρα επέκταση του τουρισμού πρέπει να εμπεριέχει συνέργειες με τους άλλους τομείς της οικονομίας: Μονάδες που εξοπλίζονται με ελληνικά προϊόντα, έπιπλα, κουφώματα, στρώματα κλπ, μειώνουν τις εισαγωγές και ενισχύουν το δευτερογενή τομέα. Αντίστοιχα, η προσφορά φαγητού από προϊόντα της περιοχής, είναι η ίδια μια εμπειρία για τον, επισκέπτη πλέον και όχι τουρίστα, που τη δοκιμάζει, και δημιουργεί τόνωση της πρωτογενούς παραγωγής ώστε να καλύψει τη ζήτηση, εισόδημα για τον αγρότη από επέκταση των καλλιεργειών. Ακόμα κάνει γνωστό το προϊόν εκτός Ελλάδος, δημιουργώντας φήμη και ζήτηση που θα εκφραστεί σε εξαγωγές. Η επαφή του επισκέπτη με αυτά, με τα χειροτεχνήματα της παράδοσής μας, με τα προϊόντα οικοτεχνίας, δημιουργεί τις προϋποθέσεις της παραμονής των νέων στον τόπο τους, της αναγέννησης της υπαίθρου, και ταιριάζει με το κοινοτικό υπόδειγμα της πολυειδίκευσης και των συνεργειών μεταξύ μικρών παραγωγών, που είναι συγχρόνως μικροξενοδόχοι και που ο ένας συμπληρώνει τον άλλο. Κι όλοι μαζί συνθέτουν ένα ψηφιδωτό ζωντανό, χαρούμενο, δυναμικό.

Θέλομε τον τουρισμό λοιπόν. Με τους όρους μας, όρους ταυτότητας και αυθεντικότητας, κι όχι με όρους απρόσωπης διεκπεραίωσης μιας αρπαχτής. Κι αν παλιότερα αυτό δεν ήταν τόσο συνειδητό, σήμερα, που βρισκόμαστε πολλώ λογιώ στα όριά μας, το καταλαβαίνουν οι περισσότεροι, και μπορεί από εκεί να ξεκινήσει μια αντιστροφή του παρασιτισμού, χρησιμοποιώντας τις υπηρεσίες ως εφαλτήριο, μετατρέποντάς τις από νεκροθάφτη της παραγωγής σε μοχλό ανάκαμψής της.

19 Νοεμβρίου, 2021 Posted by | Πολιτική και πολιτισμός | , , , , , , | Σχολιάστε

ΤΟΥΡΙΣΜΟΣ: ΜΟΝΟΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ Η ΜΟΧΛΟΣ ΤΗΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ;

Δε θα μπούμε στη συζήτηση για το αν ο τουρισμός είναι η βαριά βιομηχανία της Ελλάδας. Αυτό που είναι σίγουρο, είναι πως μαζί με τη ναυτιλία είναι οι δυο μεγάλοι πυλώνες της οικονομίας μας, με τον πρωτογενή τομέα να περιορίζεται σε ένα 5% περίπου του ΑΕΠ και το δευτερογενή να βρίσκεται γύρω στο 16%.
Η πανδημία κατέδειξε τα όρια μιας οικονομίας που έχει ατροφική παραγωγή και βασίζεται στις υπηρεσίες, με ναυαρχίδα εδώ τον τουρισμό. Η κατανάλωση καλύπτεται από εισαγωγές, οπότε η κατάρρευση μιας κύριας πηγής εσόδων, όπως ο τουρισμός, μας υποχρεώνει σε κάποιες σκέψεις για το μέλλον.
Ένα ζήτημα είναι πού στηρίζεται ο τουρισμός μας. Αν στοχεύει στο να προσφέρει απλά ένα περιβάλλον ήλιου και θάλασσας σε κάποιους που θέλουν να ξεσκάσουν, χαμηλώνει τις προδιαγραφές του. Θα προσφέρει σκουπίδια για φαγητό, μπόμπες για ποτό, ώστε να μπορεί να προσελκύσει τουρίστες αλλά όχι περιηγητές που θα επισκέπτονται έναν τόπο με κριτήριο το ενδιαφέρον τους γι’ αυτόν. Και για να το κάμει, θα στραφεί σε προμηθευτές παντού όπου θα βρει φτηνότερα. Το παγκοσμιοποιημένο οικονομικό σύστημα το επιτρέπει. Επομένως, ο τουριστικός πελάτης δε θα δοκιμάσει στο φαγητό την παραγωγή του τόπου που επισκέπτεται, αλλά κάποιου φτηνότερου. Θα χρησιμοποιήσει έπιπλα και εξοπλισμό εισαγωγής, που προμηθεύτηκε φτηνά ο επιχειρηματίας από την παγκόσμια αγορά. Και η αίσθηση που θα αποκομίσει από την Ελλάδα είναι ότι πρόκειται για ένα ειδυλλιακό σκηνικό εκτόνωσης.
Όμως έτσι χάνεται η μοναδικότητά του τόπου, γιατί ο τόπος είναι οι άνθρωποί του, η ιστορία του. Και, για να μπούμε στη λογική του επιχειρηματία, το σκηνικό μπορεί να το βρει κάποιος φτηνότερα. Πρέπει λοιπόν να εστιάσει αλλού ο τουρισμός μας για να συνεχίσει να υπάρχει και να προσφέρει στους απασχολούμενου σ’ αυτόν και στην εθνική οικονομία.
Κι εδώ, όπως και σε μια σειρά από θέματα, το κλειδί είναι η ταυτότητα. Το όμορφο τοπίο δεν έρχεται μόνο του. Είναι πρώτ’ απ’ όλα οι άνθρωποί του. Που διαμορφώθηκαν από τον τόπο στο διάβα των αιώνων, και τον διαμόρφωσαν σε μικρότερο βαθμό. Που προσάρμοσαν την αρχιτεκτονική τους στα υλικά που είναι διαθέσιμα και στο κλίμα. Που τρέφονται με αυτά που παράγει και υποστηρίζει η γη. Που πάλεψαν για να ζουν εδώ, που διαμόρφωσαν συνήθειες, μουσική και χορούς, που δημιούργησαν ένα σύστημα αξιών το οποίο καθορίζει τον τόπο. Άρα αυτός δεν είναι κάτι ουδέτερο, αλλά μια ταυτότητα συγκεκριμένη.


Την ταυτότητα αυτή θα πρέπει να μπορεί να τη βρει ο επισκέπτης σε κάθε του βήμα. Να γνωρίσει την ιστορία, τα έθιμα, τα προϊόντα, την κουλτούρα, τη μαγειρική… Κι εδώ έρχεται η οικονομία να συναντηθεί με τον τουρισμό. Γιατί ο επισκέπτης που θα ζητήσει να γνωρίσει τη χώρα, το λαό της, θα δοκιμάσει τις συνταγές της, θα αγοράσει χαρακτηριστικά προϊόντα, θα πάει στα γλέντια, θα δει τα μνημεία και θ’ αναρωτηθεί για την ιστορία τους, παλιά και νεότερη. Κι αυτό προϋποθέτει να υπάρχει τοπική παραγωγή.
Βέβαια, όταν οι ελίτ που διαχειρίζονται τις τύχες της χώρας περιφρονούν την ταυτότητά της, όταν δεν είναι σε θέση να χορέψουν ένα χορό της και ακούν τα πολιτισμικά υποπροϊόντα της δυτικής μουσικής, όταν οι ίδιοι ενθαρρύνουν τις εισαγωγές και αφήνουν τον πρωτογενή τομέα και τη μεταποίηση να σβήνουν, δεν είναι σε θέση να αντιληφθούν αυτό το βασικό ζήτημα. Κι αφού αυτοί δε θα διαμορφώσουν μια τέτοια πολιτική στην οικονομία γενικά και στον τουρισμό ειδικότερα, πρέπει αυτή να τη διαμορφώσει ο λαός, υποκαθιστώντας τους στη διαμόρφωση στρατηγικής.
Στο μεταξύ, η τελευταία τάση του τουρισμού σα βιομηχανία, είναι να τονίζει την «εμπειρία», δηλαδή τα ταυτοτικά χαρακτηριστικά του τουρισμού. Για παράδειγμα, το Airbnb, έχει πλέον ιδιαίτερη κατηγορία, πέραν των καταλυμάτων, που τιτλοφορείται «Εμπειρίες», η οποία στοχεύει ακριβώς στο να προσφέρει στον επισκέπτη μια γεύση από την ιδιαιτερότητα του τόπου προορισμού του. Εδώ λοιπόν έρχεται η ανάγκη για μιαν ενδογενή παραγωγική ανασυγκρότηση, που θα συναντήσει τις τάσεις στον τουρισμό. Η σύνδεση βέβαια του τουρισμού με την τοπική παραγωγή δε θα έπρεπε να γίνει επειδή έτσι είναι οι διεθνείς τάσεις, αλλά γιατί μια οικονομία θα πρέπει να στηρίζεται στη δική της παραγωγή και πάνω σ΄ αυτή να χτίζει κι άλλους τομείς της οικονομίας. Αλλά έστω κι έτσι, μπορεί ο τουρισμός να αποτελέσει ένα μοχλό επανεκκίνησης της παραγωγής.
Βασικό στοιχείο σε αυτή την προσπάθεια είναι η σύνδεση του πρωτογενούς τομέα με τα καταλύματα και την εστίαση στον τουρισμό. Η μοναδικότητα της χώρας θα φανεί και από το φαγητό, όπου θα προσφέρονται συνταγές με ντόπια προϊόντα, επενδύοντας στην αυθεντικότητα ως πόλο έλξης. Ήδη, η προσπάθεια για Ελληνικό Πρωινό και η αντίστοιχη με εστιατόρια που στηρίζονται σε ντόπιες πρώτες ύλες, έχει ανταπόκριση με αυξητικές τάσεις. Αλλά αυτό δεν αρκεί. Στόχος πρέπει να είναι οι μονάδες εξοπλισμένες σε όλο τους το φάσμα από εγχώριες δημιουργίες, από την επίπλωση μέχρι τον ηλιακό θερμοσίφωνα.
Ευτυχώς, η μικρομεσαία δομή του ελληνικού τουρισμού, επέτρεψε στους απασχολούμενους σε αυτόν να αντέξουν την καταστροφή της πανδημίας και να προσβλέπουν σε μιαν αντιστροφή φέτος του κλίματος. Μόνο όμως αν συνδυαστεί με τη σύνδεσή του με την υπόλοιπη οικονομική και πολιτιστική δημιουργία θα αποκτήσει βάσεις τόσο στέρεες, ώστε η κρίση στον τουρισμό να μη συνεπάγεται και κρίση στην οικονομία και την πατρίδα συνολικά.

29 Μαρτίου, 2021 Posted by | Κείμενα για την Κρήτη, Πολιτική και πολιτισμός | , , | 1 σχόλιο

ΤΟΥΡΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΟΤΗΤΑ

Ο τουρισμός προβάλλεται σαν η ‘’βαριά βιομηχανία’’ της χώρας, και όταν η σαιζόν πηγαίνει καλά η οικονομία παίρνει πρόσκαιρα βαθιές ανάσες. Ήδη, ο όρος ΄΄βαριά βιομηχανία΄΄ παραδέχεται μιαν ήττα: Το ότι η παραγωγή του πρωτογενούς και δευτερογενούς τομέα έχει καταστραφεί. Την ανάγκη να μη στηρίζεται η οικονομία μας σε αυτό το βαθμό στον τριτογενή τομέα (υπηρεσίες), στον οποίο συγκαταλέγεται και ο τουρισμός, την έχουμε αναλύσει, αν και αυτονόητη.
Είναι επίσης ανάγκη να αλλάξουμε και το τουριστικό μοντέλο που προσφέρουμε: Η λογική του ήλιου και της θάλασσας, συνοδευόμενη από μεθύσια και υπερβολές που συμβαίνουν ερήμην της τοπικής κοινωνίας, αν όχι εναντίον της, έχει εξαντληθεί, τόσο οικονομικά (αφού ελάχιστα συνεισφέρει στο τοπικό εισόδημα) όσο και σαν αντίληψη.
Στόχος μας πρέπει να είναι ένας τουρισμός που δεν αντιμετωπίζει την πατρίδα μας σα σκηνικό διακοπών δίχως ταυτότητα και ιστορία. Πρέπει να είναι ένα μοντέλο που δέχεται ταξιδιώτες, περιηγητές και όχι τουρίστες. Ανθρώπους που καταλαβαίνουν ότι ο τόπος είναι και οι άνθρωποί του, διαμορφωμένοι από αυτόν και επιδρώντες σε αυτόν. Είναι η ιστορία τους, η παράδοσή τους, οι χοροί, τα τραγούδια, οι γιορτές, η γαστρονομία τους. Είναι ο ελληνικός τρόπος. Κι αυτό το μοντέλο θέλουμε. Γιατί αυτό προϋποθέτει μια ισότιμη σχέση επισκέπτη και οικοδεσπότη, όχι μια σχέση κυρίου με υπηρέτη. Ο οικοδεσπότης μυεί τον επισκέπτη στον τόπο, κι ο επισκέπτης γνωρίζει κάτι πολύ περισσότερο από μια παραλία.


Αυτό το μοντέλο τραβάει άλλο τύπο επισκέπτη, που έρχεται με σεβασμό στο χώρο και ζητάει να το μάθει. Κι εδώ μπορεί να ταιριάξει μια αντίληψη που δένει την παραγωγή με τον τουρισμό και που μπορεί να δώσει μια σημαντική διέξοδο στον πρωτογενή τομέα: Αν οι ξενοδοχειακές μονάδες προσέφεραν εδέσματα από την ποικιλία των τοπικών προϊόντων, αυτό θα τόνωνε σημαντικά τη ζήτηση και θα λειτουργούσε πολλαπλασιαστικά ως προς την αναγέννηση της παραγωγής και την κάλυψη της διατροφής ενδογενώς κι όχι με εισαγωγές. Αντί για τα ξένα βούτυρα και κρέατα, τα εισαγόμενα ποτά, θα μπορούσαμε να προσφέρουμε ελληνικό εδεσματολόγιο. Κι εδώ έχει σημασία μια πρωτοβουλία που υπάρχει από τον Ξενοδοχειακό χώρο, αυτή του ‘’Ελληνικού Πρωινού’’, που στοχεύει στο να φέρει σε επαφή τους ξένους με παραδοσιακές γεύσεις ελληνικές, με το ιδιαίτερο χρώμα του κάθε τόπου. Στόχος του προγράμματος «Ελληνικό Πρωινό», όπως τονίζει χαρακτηριστικά το Ξενοδοχειακό Επιμελητήριο της Ελλάδος, είναι να δοθεί η δυνατότητα στους επισκέπτες των ελληνικών ξενοδοχείων να γνωρίσουν τον άφθονο γαστρονομικό πλούτο της χώρας μας και να γευτούν, στο πρωινό τους, τα αναρίθμητα ελληνικά προϊόντα και εδέσματα που βρίσκονται στην καρδιά της μεσογειακής διατροφής, η οποία δεν είναι μια μοντέρνα διατροφική τάση, αλλά αποτελεί, σύμφωνα με την UNESCO “άυλη πολιτιστική κληρονομιά της ανθρωπότητας”. Η βάση του ελληνικού πρωινού είναι τα κύρια προϊόντα της μεσογειακής διατροφής, όπως ο άρτος, τα παξιμάδια, το ελαιόλαδο, οι ελιές, το γιαούρτι, το μέλι, τα τυροκομικά, τα αλλαντικά, τα φρέσκα λαχανικά, τα όσπρια, οι πίτες, τα γλυκά και τα φρέσκα φρούτα. Στη βάση αυτού του κορμού, κάθε περιοχή της Ελλάδας, ανάλογα με τις κλιματικές συνθήκες, την εδαφολογική σύσταση, τα παραγόμενα προϊόντα και τις πολιτισμικές σχέσεις και ανταλλαγές, διαμόρφωσε έναν ιδιαίτερο γαστρονομικό πολιτισμό και ιδιαίτερες τοπικές κουζίνες. Αν και δεν έχει αγκαλιάσει την πρωτοβουλία ακόμα ούτε το 10% των τουριστικών καταλυμάτων, έχει ήδη 700 μονάδες στο δυναμικό της και εξαπλώνεται. Αντιλαμβάνεται κανείς πόσο σημαντικό είναι για την τοπική κοινωνία να μπορεί να διαθέτει έτσι την παραγωγή της, και τα έσοδα να μένουν στην πατρίδα. Το αντίθετο γίνεται τώρα: Τα έσοδα φεύγουν στις εισαγωγές ειδών διατροφής και εδώ μένει ένα μικρό κομμάτι μόνο.


Αυτό το παράδειγμα μπορεί να επεκταθεί και σε επίπεδο κοινότητας: Σε μια τουριστική αγορά που έχει μεγάλη ποικιλία προσφορών, αυτοί που προσφέρουν απλά στέγαση, μπορούν να συνεννοηθούν με τα καφενεία και ταβέρνες να προσφέρουν ελληνικό πρωινό σε μια προκαθορισμένη τιμή και με συγκεκριμένα προϊόντα τοπικής παραγωγής.
Αυτό θα δημιουργούσε μια δικτύωση μέσω συνεργιών όλων των κατοίκων ενός χωριού, των παραγωγών, των ιδιοκτητών καταλυμάτων, των απασχολούμενων στην εστίαση, και όχι μόνο. Γιατί ο τοπικός πολιτιστικός σύλλογος θα μπορούσε να προσφέρει μαθήματα ιστορίας και χορού, εκδρομές στα τοπικά αξιοθέατα, δίνοντας έτσι μια πλήρη εικόνα του τόπου στον επισκέπτη.
Δε θα επεκταθούμε σε άλλους τομείς εδώ, όπως ιατρικό, θεματικό και συνεδριακό τουρισμό. Θα πούμε μόνο ότι η τεχνογνωσία και η δεξιότητα των Ελλήνων επιστημόνων και επαγγελματιών θα μπορούσε να στηρίξει και αυτούς τους κλάδους, με εκθετικά οφέλη.
Ακόμα και στον τουρισμό, υπάρχει τεράστιο έδαφος να καλύψουμε, που σημαίνει ότι όσο πιο πολλοί τουρίστες έρχονται τόσο πιο ανοργάνωτοι και δίχως άποψη για το προϊόν δείχνουμε σήμερα ότι είμαστε. Μπορούμε να φτάσουμε στην παραγωγικότητα μέσω των υπηρεσιών λοιπόν!

6 Απριλίου, 2017 Posted by | Πολιτική και πολιτισμός | , , | Σχολιάστε

ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΚΑΙ ΑΥΤΑΡΚΕΙΑ

Φέτος περισσότεροι από πέρσυ μαζεύουν τις ελιές τους οι ίδιοι, σημάδι κι αυτό του βαθέματος της κρίσης και των αναγκων που αυτή δημιουργεί. Κι ακόμα πολλοί, βάζουνε περιβόλι όπου μπορούν, ενώ ο αριθμός των επίσημα καταγεγραμμένων ως κατ’ επάγγελμα αγροτών έχει αυξηθεί για πρώτη φορά μετά από χρόνια.

Η ενασχόλησή μας ξανά με δραστηριότητες που είχαμε φτάσει να θεωρούμε ταπεινές, που τις προσπερνούσαμε επικεντρώνοντας σε ένα καταναλωτικό τρόπο ζωής, δείχνει με δραματικό τρόπο ότι ένας κύκλος κλείνει. Στους λόγους και στους υπεύθυνους έχομε αναφερθεί κι άλλες φορές, και θ’ αναφερθούμε και στο μέλλον. Επειδή όμως η κάθε κρίση είναι και ευκαιρία για περισυλλογή και αυτοκριτική, μπορούμε να κάνουμε μερικές σκέψεις με αφορμή αυτή την τελευταία τάση που παρατηρείται.

Η κρίση προσγείωσε την αντίληψή μας για την οικονομία. Κοιμόμασταν στο χρηματιστήριο και στην οικονομία του αέρα και ξυπνήσαμε στην αβεβαιότητα του τί θα μαγειρέψομε σήμερα. Δραστηριότητες που μας χαρακτήριζαν πάντα και τελευταία περιφρονούσαμε, όπως η ενασχόληση με τη γη μας, εμφανίστηκαν ξανά στη ζωή μας ως διέξοδος επιβίωσης. Όπως παλιά, που κάθε μέρα ήταν ένας καινούργιος αγώνας, που η σπατάλη ήταν λέξη άγνωστη, που κάθε τι το χαρακτήριζε μια ισορροπία και ένα μέτρο.

Τα χωράφια μας είναι μια διέξοδος στο πρόβλημα της διατροφής. Σε πρώτο στάδιο, να αποφύγομε την πείνα, καλλιεργώντας κάθε τι που μπορεί να μας προσφέρει η γη μας, μη αφήνοντας ούτε μια πατέ ανεκμετάλλευτη. Κι αυτό μπορεί να είναι η αρχή, κι όχι απλά η στόχευση μιας προσπάθειας.

Την ίδια στιγμή πρέπει να δούμε τί καλλιεργούμε και πώς: Καλλιέργειες προσαρμοσμένες στο κλίμα και τις συνθήκες της πατρίδας μας, τις παλιές παραδοσιακές αλλά και καινούργιες που προσφέρονται, και στροφή στη βιολογική γεωργία και κτηνοτροφία. Καθώς η διατροφή φαίνεται κάθε μέρα και περισσότερο πόσο ρόλο παίζει στην υγεία μας και πόσο συνδέεται με ασθένειες που μαστίζουν τη ζωή μας όπως ο καρκίνος, η βιολογική καλλιέργεια είναι μονόδρομος. Κι όχι μόνο για την υγεία μας: η ποιοτική παραγωγή που διαμορφώνει μια τέτοια καλλιέργεια σε συνδυασμό με τις ιδιαίτερες κλιματολογικές συνθήκες της περιοχής μας, μπορούν να δημιουργήσουν ένα εξαιρετικό προιόν που θα μπορεί με την ποιότητά του να κατακτήσει ξένες αγορές, αφού με την τιμή του έτσι κι αλλιώς δε μπορεί. Κι αυτό θα σημάνει μια προοπτική ζωής στα χωριά μας.

Αυτό δεν έρχεται μόνο του. Προυποθέτει μιαν αλλαγή στη στάση ζωής μας, τον εθελούσιο περιορισμό των αναγκών που νομίζομε ότι έχομε, την τάση για τοπική δημιουργία και παραγωγή κάθε χρειαζούμενου, της ενέργειας συμπεριλαμβανομένης. Προυποθέτει ακόμα ότι ο παραγωγός θα προχωρήσει, μόνος του ή με περισσότερους, στην προώθηση και συσκευασία των προιόντων του, στην απευθείας επαφή με τον καταναλωτή. Κι ακόμα ότι το κράτος θα είναι δίπλα στην προσπάθεια αυτή, όχι ενάντια, όπως τώρα γίνεται, τόσο σε κεντρικό επίπεδο με την αντιμετώπιση των πολιτών ως φοροπαραγωγικά ζώα, όσο και σε ατομικό, με την άσκηση εξουσίας σε βάρος τους από αυτούς που υποτίθεται ότι στελεχώνουντον κρατικό μηχανισμό.

Αυτά από μόνα τους αποτελούν μιαν επανάσταση. Που δε μπορούσε να γίνει νωρίτερα, όταν όλοι λίγο πολύ βολευόμασταν με τα ψέματα και αφήναμε πίσω το κοινό μεγάλο προς όφελος του ατομικού μικρού συμφέροντος. Τώρα χρειάζεται να συνειδητοποιήσομε ότι θα καταστραφούμε, οπότε θα πρέπει να αντιδράσομε. Κι αυτό σημαίνει ότι πρέπει να κάνομε την αυτοκριτική μας, να δούμε πού φταίξαμε, που εμείς πρέπει να βελτιωθούμε. Γιατί αν τα ρίξομε όλα τα δεινά μας στους άλλους, δε θα μπορέσομε ποτέ να ξεκινήσομε από κάπου την αντιστροφή της κατάστασης, θα συνεχίσομε την κατρακύλα μέχρι τον πάτο. Θα είναι όμως πάτος απ’ όπου δε θα μπορέσομε να σηκωθούμε ποτέ…

22 Δεκεμβρίου, 2011 Posted by | Πολιτική και πολιτισμός | , , , , , , | Σχολιάστε

ΓΙΑ ΕΝΑ ΔΙΚΤΥΟ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΩΝ

Η σημερινή συγκυρία αποτελεί συγκυρία παρακμής για τη χώρα και τον λαό μας:

Στο εσωτερικό, η αναξιοπιστία του πολιτικού συστήματος, η προϊούσα απεμπόληση βασικών αξιών που μας συνόδεψαν ανά τους αιώνες, ο ατομικισμός, η απώλεια της ταυτότητάς μας και η μετατροπή μας σε καταναλωτές εισαγόμενων σκουπιδιών, η καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος, η μετατροπή της εκτός λεκανοπεδίου χώρας σε χώρο αναψυχής της πρωτεύουσας, η καταστροφή της γεωργικής και κτηνοτροφικής δραστηριότητας, ο γραφειοκρατικός στραγγαλισμός κάθε παραγωγικής προσπάθειας, αποτελούν συμπτώματα ενός οργανισμού που νοσεί.

Στο εξωτερικό, η πίεση από την ιμπεριαλιστική πολιτική της Τουρκίας και η απροθυμία οποιασδήποτε αντίστασης σ’ αυτή, η αδυναμία άσκησης συγκροτημένης εξωτερικής πολιτικής και η υποταγή της σε κομματικές και προσωπικές σκοπιμότητες οδηγούν την πατρίδα μας σε αναξιοπιστία και προοιωνίζονται εξελίξεις επώδυνες. Η αμφισβήτηση ελληνικών εδαφών και ο σφετερισμός της ιστορίας μας μένουν αναπάντητα και το μήνυμα ότι δεν υπάρχει βούληση αντιπαράθεσης εντείνει τις επεκτατικές βλέψεις των γειτόνων μας.

Οι αιτίες για το σημερινό ξεπεσμό είναι πολλές κι η συζήτηση γι’ αυτές μεγάλη. Υπάρχουν διεθνείς παράμετροι και τοπικές ιδιαιτερότητες, αντιφάσεις του ελλαδικού κράτους και νοοτροπίες στρεβλές. Κι όλες πρέπει να ληφθούν υπόψη όταν αναλύομε την κατάσταση για να δούμε πως θα την αντιμετωπίσομε.

Μπορούμε όμως να αναφερθούμε εδώ στο ότι ο γιγαντισμός της πρωτεύουσας, μιας μητροπολιτικής περιοχής που έφτασε να αποτελεί το μισό του πληθυσμού μας, διαμορφώνει συσχετισμούς που έχουν αντίκτυπο σ’ όλα τα παραπάνω, πώς τα προσλαμβάνομε και πώς αντιδρούμε σ’ αυτά. Η πρωτεύουσα απομυζά την παραγωγή της υπόλοιπης Ελλάδας, τοποθετεί αρνητικό πρόσημο στην παραγωγικότητα και διαμορφώνει σε μεγάλο βαθμό τον παρασιτικό χαρακτήρα της χώρας. Ο γιγαντισμός της δημιουργεί ασφυξία σε ατομικό επίπεδο, με ατέλειωτες χαμένες ώρες και κόστος για μετακινήσεις, τεντωμένα νεύρα και ανταγωνισμό για μια θέση στάθμευσης του βασιλιά της σύγχρονης Ελλάδας, του αυτοκινήτου. Πρόκειται για ένα παράδειγμα του πως η αύξηση του ΑΕΠ μέσω της άσκοπης κατανάλωσης χρόνου, καυσίμων, οχημάτων και των παρεπομένων επισκευών, νοσηλειών κλπ μειώνει την ποιότητα ζωής μας. Κοντά σ’ αυτά, οι αρχές της αλληλεγγύης, του σεβασμού προς τον άλλο και τη φύση, η εργατικότητα, η σεμνότητα, η συλλογικότητα, αποτελούν πλέον αναποτελεσματικά οχήματα επιβίωσης σε ένα κράτος που επιβραβεύει την ασυδοσία και τη ρεμούλα.

Οι κάτοικοι της πρωτεύουσας δραστηριοποιούνται σε μια προσομοίωση ζωής. Νομίζουν ότι ζουν περνώντας καθημερινά δύο και τρεις ώρες από τη ζωή τους στο αυτοκίνητο, ότι ψυχαγωγούνται ακολουθώντας ένα αστραφτερό αλλά κενό πρότυπο ντυσίματος, μόδας, διασκέδασης, τρέχουν πίσω από συνεχώς δημιουργούμενες ανάγκες, και χάνουν την επαφή μεταξύ τους σε φιλικό και οικογενειακό επίπεδο, την ουσία των πραγμάτων, τη φιλία και την εμπιστοσύνη του ενός στον άλλο. Χάνουν, μέσα στην πιεστική καθημερινότητα, το δεσμό με τη γειτονιά όπου ζουν αλλά και την επαφή τους με τον τόπο καταγωγής τους κι αν όχι οι ίδιοι, τα παιδιά που γεννούν και αναθρέφουν στην Αθήνα έχουν απωλέσει και το δέσιμο με το χωριό, τη γή, τις αξίες που αυτό ακόμα διατηρεί. Τι αίσθημα πατρίδας μπορεί να επιζεί στις συνειδήσεις των ανθρώπων αυτών που ζουν και κινούνται σε έναν τόπο αβίωτο και πλήρως αλλοτριωμένο; Κι ακόμα, επειδή πια είναι πάρα πολλοί (και ισχυροί) οι κάτοικοι της Αθήνας, οι συμπεριφορές και «αξίες» που διαμορφώνουν περνάνε με τον πρωτευουσιάνικο αέρα τους (και την τηλεοπτική εικόνα) και στην υπόλοιπη Ελλάδα, η οποία προσπαθεί να μην υπολείπεται της πρωτεύουσας.

Η Αθήνα επιβάλλει τους όρους της στην υπόλοιπη Ελλάδα. Μέσα από ένα συγκεντρωτικό κράτος διαμορφώνει τους κανόνες του παιχνιδιού μακριά από τις ανάγκες και τις απαιτήσεις της υπόλοιπης χώρας, η οποία δεν εκπροσωπείται στα κέντρα αποφάσεων. Δε μπορούν να την εκπροσωπούν βουλευτές που εκλέγονται εκεί αλλά δουλεύουν, ζουν και αναδεικνύονται στην Αθήνα.

Η διαμόρφωση ενός πληθυσμού δίχως ταυτότητα σημαίνει και την άσκηση μιας πολιτικής δίχως στόχους σε έναν τόπο χωρίς συλλογικότητες. Οι προτεραιότητες αφορούν στη διαιώνιση ενός καταναλωτικού μοντέλου που δημιουργεί και οφείλει να καλύπτει συνεχώς «ανάγκες», έστω και με τον γνωστό μας παρασιτικό τρόπο.

Έτσι, η Θράκη, το Αιγαίο, η Κύπρος, είναι πολύ μακριά και αποτελούν ενοχλήσεις μάλλον παρά αφορμές για προβληματισμό και διαμόρφωση μιας εξωτερικής πολιτικής που θα έχει σαν αποτέλεσμα την εμπέδωση της ειρήνης και τη διαφύλαξη της ακεραιότητας της χώρας.

Έτσι, η προστασία κι ο σεβασμός του περιβάλλοντος υποχωρούν μπροστά στη «ανάγκη» της στέγασης σε πολυτελή αυθαίρετα, της μείωσης των εξόδων απορρύπανσης των βιομηχανιών, της επίτευξης του στόχου «ένα τουλάχιστον αυτοκίνητο ανά κάτοικο». Αγοράζουμε για ατομική μας κατανάλωση αυτά που μέχρι χτες παρήγαμε, αξιοποιώντας κάθε σπιθαμή της γης μας, αυτής που τώρα γίνεται αντικείμενο επιβουλών.

Έτσι, η χώρα που είναι από τις πρώτες στους ηλιακούς θερμοσίφωνες, δεν είναι σε θέση να παραγάγει η ίδια την ενέργεια που χρειάζεται από ήπιες ανανεώσιμες πηγές. Και αφιερώνει ένα τεράστιο ποσοστό του ισοζυγίου πληρωμών της στο πετρέλαιο, αφήνοντας τον ήλιο και τον αέρα της ανεκμετάλλευτους. Κι όταν το κάνει, παραχωρεί τα βουνά μας σε γιγάντιες πολυεθνικές για την εγκατάσταση ανεμογεννητριών βαριάς περιβαλλοντικής παρενόχλησης. Το αντίθετο δεν το κάνει. Δηλαδή την προώθηση της παραγωγής ενέργειας από τα νοικοκυριά και τις τοπικές κοινωνίες. Κι όπου το κάνει, είναι γιατί μπορεί να συνυπάρξει με τους ενεργειακούς κολοσσούς. Όπου δεν μπορεί, δε γίνεται. Στην Κρήτη, πχ, το δίκτυο δε «σηκώνει» παραγωγή ενέργειας από νοικοκυριά, ενώ έχουν δώσει άδειες σε μεγάλες εταιρείες που θα παράγουν πολύ περισσότερη ισχύ.

Η επιτόπια παραγωγή και κατανάλωση ενέργειας, τροφίμων και άλλων αγαθών, αποτελεί έτσι κι αλλιώς μια πρόκληση του μέλλοντος προς την ανθρωπότητα. Η σπατάλη φυσικών πόρων που προκαλούν οι μεταφορές αγαθών και ενέργειας ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό για την περιβαλλοντική υποβάθμιση. Από την άλλη, η επιτόπια παραγωγή μεταφέρει και τα κέντρα αποφάσεων από την πρωτεύουσα και τις Βρυξέλλες στις τοπικές κοινωνίες. Αυτό από μόνο του δημιουργεί στις τελευταίες ευθύνες, ανάγκη για συνεργασίες και προγραμματισμό και προάγει την άμεση δημοκρατία. Οι αρχές και οι αξίες του λαού μας που αναφέρθηκαν παραπάνω, μπορούν να ανθίσουν σε ένα τέτοιο επίπεδο.

Εδώ και χρόνια, βλέπομε την αξιοπρέπειά μας να χάνεται σαν πολίτες και σαν κοινωνία. Θα ήταν άδικο να επιρρίψομε την ευθύνη αποκλειστικά στο κράτος μας. Αυτό εμείς το δημιουργούμε, εικόνα μας είναι. Κι αντανακλά τη δική μας ανεπάρκεια.

Δεν μιλούμε λοιπόν για ευθύνες άλλων. Αν αγαπάμε ακόμα την πατρίδα μας, θα πρέπει να σκύψουμε πάνω στους εαυτούς μας και ν’ αλλάξουμε εμείς οι ίδιοι. Κι ακόμα, οι ενέργειές μας δεν πρέπει να ευτελιστούν σε επαιτεία προς το κράτος. Αλλάζοντας εμείς οι ίδιοι μπορούμε σε μια καθημερινή πρακτική να υποκαταστήσουμε μερικώς την ανεπαρκή πολιτεία. Να δημιουργήσουμε συμπράξεις και κοινές πορείες σε μια σειρά θέματα που θα ακυρώσουν το γιγαντισμό και τη γραφειοκρατία του κράτους, που θα παρακάμψουν την πολιτική του παρασιτισμού και που θα καταφέρουν να το αλλάξουν τελικά.

Η αποκέντρωση είναι μονόδρομος σε μια τέτοια πορεία. Ήδη το λεξιλόγιο που χρησιμοποιείται επίσημα πια, (κέντρο-περιφέρεια), αποδίδει ακριβώς το αδιέξοδο που υπάρχει. Δεν νοείται κέντρο, όπως δεν νοείται και μια μόνο περιφέρεια. Αυτό που θα πρέπει να υπάρχει είναι πολλές γεωγραφικές ελληνικές περιφέρειες, σε ισορροπία μεταξύ τους, δίχως κάποιο κέντρο που να τις καταδυναστεύει. Η Αθήνα, με μειωμένο πληθυσμό, θα πρέπει να ανήκει κι αυτή σε μια από τις περιφέρειες.

Σ αυτή την πορεία, η Αθήνα δεν μπορεί να βοηθήσει για αντικειμενικούς λόγους. Γιατί η ίδια έχει απολέσει τα εργαλεία που θα μας βοηθήσουν να αναστρέψουμε την κατάσταση. Εδώ, για λόγους αντικειμενικούς, θα είναι στην πρώτη γραμμή οι περιοχές που κρατούν ακόμα στοιχεία των παλιών μας αξιών.

Γι’ αυτό, οι εκτός «κέντρου» Ελληνικές περιοχές θα πρέπει να αποκαταστήσουν επαφές μεταξύ τους. Αυτό δε συμβαίνει σήμερα. Οι επαρχίες μας επικοινωνούν μόνο μέσω της πρωτεύουσας-ήλιου, σε ένα πλέγμα σχέσεων που εξακτινώνονται μέσω του κέντρου. Μεταξύ τους δεν έχουν απευθείας επαφές. Αυτό από μόνο του δημιουργεί αντινομίες. Όταν οι επί μέρους επαρχίες δε γνωρίζουν η μια την κατάσταση της άλλης, δεν έχουν εικόνα του πόσο ισότιμα παραμελημένες είναι. Καθεμιά μπορεί να θεωρεί ότι η κατάστασή της είναι μοναδική, και ότι υπεύθυνη γι’ αυτό δεν είναι η υδροκέφαλη πολιτική ενός Αθηναϊκού κράτους αλλά η ίδια η Ελλάδα. Είναι εύκολο λοιπόν να αναπτύσσεται μια αντιπαλότητα όχι κατά του κέντρου αλλά κατά της ίδιας της Ελλάδας. Ακόμα, όταν οι επαρχίες δεν έρχονται σε επαφή μεταξύ τους, δε γνωρίζουν την κατάσταση η μια της άλλης, δεν καταλαβαίνει η Κρήτη πχ την εγκατάλειψη της Ηπείρου ούτε η Πελοπόννησος το μειονοτικό πρόβλημα στη Θράκη. Κι αυτό εμποδίζει τη σύνθεση μιας πολιτικής πραγματικά κεντρικής, όχι με την έννοια του ότι αποφασίζεται στο «κέντρο» αλλά με την έννοια του ότι όλοι από κοινού τη χαράζουμε.

Πρέπει λοιπόν να συναντηθούμε, οι ελληνικές επαρχίες. Πρέπει να αρχίσουμε μια συζήτηση για όλα αυτά κι άλλα που δεν μπορεί να πιάσει τούτο το κείμενο, ακριβώς γιατί δεν έχουμε εικόνα όλης της κατάστασης, αποξενωμένοι μεταξύ μας. Ο χρόνος πιέζει πια πολύ. Η εσωτερική κατάπτωση κι η εξωτερική απειλή είναι εδώ, παρούσες, κι η πορεία δεν είναι πια σίγουρο ότι αντιστρέφεται, ακόμα κι αν υπάρξει η βούληση για κάτι τέτοιο. Όμως αυτή την προσπάθεια πρέπει να την κάνουμε, όλοι μαζί, για μια πατρίδα δίκαιη κοινωνικά, χειραφετημένη εθνικά, με άμεση δημοκρατία, αυτάρκη και με σεβασμό στη φύση.

Πρωτοβουλία για ένα δίκτυο των ελληνικών περιφερειών

13 Σεπτεμβρίου, 2010 Posted by | Γενικά, Πολιτική και πολιτισμός | , , , , , , , , , , , , , , , , | Σχολιάστε