Με το τουφέκι και τη λύρα

Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1821 ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ Με αφορμή το βιβλίο-ψηφιακό δίσκο του Α. Μαρτσάκη «Ριζίτικα και ρίμες του 1821»

This image has an empty alt attribute; its file name is 193246147_1211192016004174_1301223374343623493_n.jpg

Φέτος οι επέτειοι είναι πολλές, και μας θυμίζουν πως έχομε ευθύνες περισσότερες. 250 χρόνια από το μαρτύριο του Δασκαλογιάννη, 80 χρόνια από τη Μάχη της Κρήτης, και βέβαια, 200 χρόνια από την επανάσταση του 21. Από το γεγονός χάρη στο οποίο μπορούμε σήμερα να αναπνέομε ελεύθεροι, εμείς οι απόγονοι Εκείνων που για αιώνες κράτησαν την ταυτότητά τους με απίστευτο πείσμα απέναντι σε Τούρκους και Δυτικούς κατακτητές. Σ’ αυτά τα 200 χρόνια ελεύθερου βίου, ζήσαμε καλές και κακές στιγμές, περιόδους ακμής και παρακμής. Αλλά το 21 είναι εδώ, ακόμα και στους σημερινούς χαλεπούς καιρούς της επέλασης του ατομισμού, της υποχώρησης του κοινοτικού πνεύματος, για να μας θυμίζει το Χρέος μας της αντίστασης, της αγάπης στην ελευθερία, της ενότητας των προσώπων σε μια κοινότητα. Κι ακόμα για να μας θυμίζει πως το 1821 είναι ένας σημαντικός σταθμός στον αγώνα του Ελληνισμού για ελευθερία, όχι όμως αφετηρία ή τέρμα. Γιατί από την πρώτη μέρα της κατάκτησης κάθε περιοχής, ο ελληνικός χώρος βιώνει μια διαρκή επανάσταση, που θα συνεχιστεί και μετά το 21, στις υπόλοιπες υπόδουλες περιοχές. Και η Κρήτη είναι μια από αυτές, ίσως η πιο χαρακτηριστική για τους συνεχείς αγώνες της, απέναντι σε Δυτικούς και Τούρκους διαδοχικά, από το 1204 μέχρι το 1897 στην Κρήτη και με εξαγωγή της επανάστασης στη συνέχεια στη Μακεδονία, Ήπειρο, Σάμο, Χίο, όπου καλούσαν οι ανάγκες των υπόδουλων ακόμα πληθυσμών μας.
Τη φετινή επέτειο αλλιώς την περιμέναμε. Η πανδημία και τα απαγορευτικά δεν επέτρεψαν τον εορτασμό της όπως θα άξιζε. Όμως, ένας φίλος και πολύ αγαπητός καλλιτέχνης, την τίμησε με περίσσια φροντίδα. Με μελέτη και έρευνα, ο Αντώνης Μαρτσάκης έψαξε, ερεύνησε κι ανέδειξε τραγούδια της εποχής, που αποτυπώνουν τα γεγονότα και το πνεύμα ενός μεγαλειώδους Σηκωμού απ’ άκρη σ’ άκρη της Κρήτης, τα ενέταξε σ’ ένα βιβλίο και κάποια από αυτά μας τα χάρισε και ηχητικά σ’ ένα ψηφιακό δίσκο. Στο βιβλίο, που επιμελήθηκαν οι εκδόσεις ΕΝ ΠΛΩ, αποθησαυρίζονται 58 τραγούδια και ρίμες για το 21, δείγμα κι αυτό της εξαιρετικής δουλειάς του Αντώνη Μαρτσάκη που οδήγησε σε ένα άρτιο αποτέλεσμα· από αυτά, στο δίσκο παρουσιάζονται 16, που καλύπτουν όλη την Κρήτη, τραγουδισμένα και παιγμένα από μερακλήδες ερμηνευτές.

This image has an empty alt attribute; its file name is martsakis-new2-ceae-cf89-cf89ceafcf89.jpg

H ανάδειξη αυτών των τραγουδιών, εν πολλοίς ξεχασμένων, από τον Αντώνη Μαρτσάκη, έχει σημασία πέραν της λαογραφικής. Το Δημοτικό τραγούδι είναι μια πολιτιστική δημιουργία του λαού μας ανεκτίμητης αξίας. Κι αν αυτό οι λόγιοι στην Ελλάδα καθυστέρησαν να το ανακαλύψουν, ξένοι διανοούμενοι, με πρώτο το Γκαίτε, διέγνωσαν την κορυφαία αισθητική του. Αλλά το δημοτικό τραγούδι είναι κάτι περισσότερο: σε ανύποπτο χρόνο, μας παραδίδει πειστήρια και καταγραφές γεγονότων, μεταφέρει το αίσθημα του λαϊκού σώματος απέναντι στην ξένη κατάκτηση και σκλαβιά. Κι αυτό γίνεται αβίαστα, όχι κατά παραγγελία, όχι για να αποδειχτεί μια άποψη εκ των προτέρων διαμορφωμένη. Και γι’ αυτό σήμερα, αποτελεί απάντηση σε όσους επιχειρούν να ξαναγράψουν την ιστορία μας, να μας κάμουν να ξεχάσομε πως είμασταν σκλάβοι και να μας προετοιμάσουν για μια νέα υποδούλωση. Τα ριζίτικα τραγούδια κι οι ρίμες της Επανάστασης στην Κρήτη, καταγράφουν τα γεγονότα και ανασυνθέτουν όλη σχεδόν την περίοδο. Στο βιβλίο και ψηφιακό δίσκο του Μαρτσάκη τα γεγονότα εμφανίζονται όπως τα περιγράφουν αυτοί που τα δημιούργησαν, δηλαδή αυτοί που τα ζήσανε.

Παρακολουθούμε την κήρυξη του Αγώνα στη Θυμιανή, τις μάχες, τις ιερέων· περνούν από μπροστά μας μορφές αγωνιστών, ο Τζελεπής, ο Δρακωνιανός, ο Κόρακας, ο Νιώτης, ο Ξωπατέρας, ο Καζάνης και τόσοι άλλοι. Διεκτραγωδούνται καταστροφές όμως του Λαφονησιοιύ και της Μιλάτου, περιγράφεται η δράση των Κρητικών δίπλα στον Καραϊσκάκη και η συμμετοχή των γυναικών, παράδοση που συνεχίζεται σήμερα στο Κουρδιστάν από γυναικεία ένοπλα σώματα που πολεμούν απέναντι στους ίδιους κατακτητές. Θρηνείται ο Καταδικασμός της Κρήτης σε συνέχιση της σκλαβιάς και η μη συμπερίληψή της στο ελλαδικό κράτος. Τα τραγούδια διαπερνά το πνεύμα αντίστασης και η συνειδητοποίηση του ρόλου των διαχρονικών δυναστών του Ελληνισμού, Τούρκων και Δυτικών.
Περιγράφονται πράξεις ηρωικές και παράτολμες, ταιριαστές σε ανθρώπους που ξεσηκώθηκαν δίχως προϋποθέσεις επιτυχίας, όπως έκαναν επί αιώνες απέναντι στον κατακτητή. Αυτές όμως οδήγησαν στην ελευθερία το 21 κάποιων περιοχών και στην Ένωση αργότερα άλλων, της Κρήτης συμπεριλαμβανομένης. Γιατί Εκείνοι δεν είχαν αυτό που σήμερα οι φοβικοί διανοούμενοι του σαλονιού ονομάζουν ρεαλισμό και τον επικαλούνται για μας ξανακάνουν ραγιάδες οικειοθελώς.
Μέσα από τα τραγούδια ξεπροβάλλει ανάγλυφη η εποχή, οι άνθρωποι, οι συνήθειες, ο τρόπος ζωής, και βεβαίως τα όπλα των χαίνηδων. Κι όταν μιλούμε για όπλα σ’ αυτές τις συνθήκες, πολλά είναι αυτοσχέδια, μέσα για την απόκτηση κανονικών από το δυνάστη, όπως η χουρχούδα του τραγουδιού του Κόρακα, με την οποία ξεκίνησε τη δράση του.
Η δουλειά του Α. Μαρτσάκη μας έδωσε την ευκαιρία να δούμε κι άλλα πράγματα: Πώς ο λαός μας αντιστέκεται στον εχθρό και συγχρόνως σέβεται τον αντίπαλο, όχι απαραίτητα με τον όρο της αμοιβαιότητας. Όπως στους Πέρσες, ο Αισχύλος εκφράζει τα αισθήματα των αντιπάλων κατά τους Ελληνοπερσικούς πολέμους, στο δημοτικό μας τραγούδι δε θα μπορούσε να είναι διαφορετικά. Στα τραγούδια της συλλογής, τέτοιες αναφορές υπάρχουν, ενδεικτικά, στο τραγούδι του Θερίσσου, της μάχης του Λούλου, των Αρχανών, ενώ υπάρχει και τραγούδι που ιστορεί και διένεξη μεταξύ Τουρκοκρητικών.

Η προσπάθεια του Αντώνη Μαρτσάκη είναι ξεχωριστή, το βιβλίο, με την εμπεριστατωμένη εισαγωγή του Κ. Φουρναράκη μας δίδει μιαν ιστορία του 21 στην Κρήτη μέσα από το τραγούδι. Η επανάσταση δεν είναι ένα γεγονός απόμακρο, σελίδες κάποιας ιστορικής καταγραφής. Στην Κρήτη είναι βίωμα, είναι οικογενειακή παράδοση από γενιά σε γενιά, είναι παρούσα η Ιστορία, οι διαρκείς αγώνες, οι αγωνιστές είναι πρόσωπα οικεία, συγγενικά και μεις η συνέχειά τους. Θα πρέπει όμως να φανούμε κι εμείς αντάξιοί τους· Το χρέος μας αυτό, διπλό χρέος, απέναντι στους παλιούς μας και σ’ αυτούς που έρχονται, πρέπει να το εκπληρώσομε. Και το βιβλίο-ψηφιακός δίσκος του Αντώνη μας παρακινεί σ’ αυτό. Αντώνη σ’ ευχαριστούμε, καλοτάξιδο να είναι!


14 Ιουνίου, 2021 Posted by | Κείμενα για την Κρήτη | , , , , | Σχολιάστε

ΡΙΖΙΤΙΚΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΠΛΗΞΙΑ

37

Η τάση της Αρχαιοπληξίας αποτελεί παραπροϊόν της κρίσης αξιών που περνά η κοινωνία και ο λαός μας τα τελευταία χρόνια. Η αρχαιοπληξία δεν αφορά το θαυμασμό και τη μελέτη των επιτευγμάτων της Αρχαίας Ελλάδας, από την οποία, όπως και από την παράδοσή μας διαχρονικά μπορούμε να αντλήσομε διδάγματα και να διαμορφώσομε προτάσεις για να αντιμετωπίσομε τα προβλήματα που θέτει το σήμερα. Κάτι τέτοιο θα προϋπέθετε την προσαρμογή της παράδοσής μας στις νέες συνθήκες, έτσι ώστε αυτή να εκσυγχρονιστεί, κατά την εύστοχη έκφραση του Γιώργου Καραμπελιά, μέσα όμως από τους δικούς της μηχανισμούς, διατηρώντας την ταυτότητά της, σε αντίθεση με αυτό που σήμερα γίνεται, όπου η ταυτότητά μας έχει υποχωρήσει προς όφελος μιας εισαγόμενης κουλτούρας.

Η αρχαιοπληξία θαυμάζει την Αρχαία Ελλάδα ως κάτι πέρα από μας, που άκμασε λόγω μιας αρχαίας γνώσης η οποία όμως δεν είναι προσιτή στο ευρύ κοινό, και στηρίζεται στην ανωτερότητα των αρχαίων μας προγόνων. Εφ’ όσον η γνώση αυτή δεν είναι προσιτή στους πολλούς, εννοείται ότι την κατέχουν λίγοι γνώστες, ένα ιδιότυπο ιερατείο, το οποίο μπορεί να εκφράζει απόψεις που στηρίζονται σε αυτή την –ανεξέλεγκτη- αυθεντία και άρα να τις νομιμοποιεί με αυτό τον τρόπο. Γελοιογραφικές εκδοχές αυτής της προσέγγισης μπορεί κανείς να βρει στις θεωρίες για την εξωγήινη καταγωγή των Ελλήνων και τη συνακόλουθη ανωτερότητά τους, στις αναφορές στην ομάδα Ελ, που κατέχει την υπέρτατη γνώση και στην κατάλληλη στιγμή θα παρέμβει γα να μας σώσει και στο Λιακόπουλο. Η άποψη αυτή χαρακτηρίζεται βεβαίως από θεωρήσεις φυλετικής ανωτερότητας των Ελλήνων έναντι των λοιπών.

Έτσι, η αρχαιοπληξία δεν προτείνει κάτι που θα μπορούσαμε να κάμομε σήμερο ώστε να ξεπεράσομε την κρίση, αξιών πρωτίστως, που περνούμε. Αντίθετα, αντιπαρέρχεται την ανάγκη για αγώνες ώστε να αλλάξομε εμείς οι ίδιοι, να ανατραπεί η πολιτιστική κρίση και η μνημονιακή πολιτική, να καταστεί η Ελλάδα ξανά αυτάρκης και παραγωγική, παραπέμποντας τη σωτηρία στην Αρχαία Γνώση και στις μυστικές ομάδες περιφρούρησης του Ελληνισμού. Γι’ αυτό και σήμερα έχει ευρύτερη αποδοχή, προσφέροντας ελπίδα σε ένα λαό που έχει χάσει την αγωνιστική του διάθεση, παραπληροφορημένος από τα νεοταξικά ΜΜΕ και την τροικανή προπαγάνδα.

loutro

Έκφραση αυτού του ρεύματος στην πιο εμβληματική συνιστώσα της παράδοσης της Δυτικής Κρήτης, τα ριζίτικα τραγούδια, έπεσε στα χέρια μου προ καιρού. Πρόκειται για ένα μικρό έντυπο εκδοθέν στα Χανιά το 2004, με τίτλο «Ρίζα, Ριζίτικο, Ριζίτης». Συγγραφέας αναφέρεται «Μουζουράκης Δ+Ε…». Σπεύδω να διευκρινίσω ότι δεν υπάρχει καμιά προσωπική αντιπαράθεση με τους συγγραφείς, επιβάλλεται όμως η κριτική των γραφομένων εκεί.

Το περιεχόμενο του εντύπου βρίθει ανακριβειών, παραθέσεων ασύνδετων μεταξύ τους φράσεων με κοινό παρονομαστή τη Συμπαντική Αρμονία και την Αρχαία Γνώση, και με εμφανή σκοπό να εντάξει το τραγούδι στο όλο πλέγμα της μυστικής σοφίας των αρχαίων που μόνο λίγοι σήμερο κατέχουν. Επειδή λοιπόν δε βγαίνει νόημα, δε μπορεί να ασκηθεί και ουσιαστική κριτική στα γραφόμενα. Από την άλλη, θα προσπαθήσομε ν’ αναδείξομε κάποιες αδυναμίες επιλεκτικά, ώστε να φανούν τα παραπάνω. Ο χώρος του σημειώματος αυτού δεν επιτρέπει τη συνολική κριτική του εντύπου, πλην όμως αν χρειαστεί θα επανέλθομε.

Από μόνη της η προσέγγιση του εντύπου πάσχει. Το Δημοτικό τραγούδι είναι αυτό που εξέφρασε έμμετρα τη στάση ζωής του λαού μας, που κατέγραψε την ιστορία του, τα έθιμά του, τη μεγάλη του πορεία στο χρόνο. Καταγράφει συγκεκριμένα γεγονότα, στάση ζωής, κι όταν μιλεί αλληγορικά έχει συγκεκριμένη στόχευση, πχ μιλεί για τη λευτεριά μέσα από τον αητό κλπ. Από το Δημοτικό τραγούδι μαθαίνομε γιατί είναι δημιούργημα του λαού, αυτόν εκφράζει κι επειδή τον εκφράζει αγκαλιάζεται και τραγουδιέται απ’ όλους, έτσι γίνεται ανώνυμο και κοινό κτήμα αυτό που αρχικά από έναν γράφτηκε και πολλοί υιοθέτησαν.

Η συνέχεια του Ελληνισμού, που από την Αρχαιότητα πέρασε στο Βυζάντιο κι από κει στην Τουρκοκρατία και το σύγχρονο κόσμο, είναι κάτι που αμφισβητείται από τους υπηρέτες της Νέας Τάξης, ιστορικούς με προοδευτική λεοντή και φιλελεύθερους τεχνοκράτες. Θεωρούν αυτοί ότι ο λαός που κατοίκησε στις δυο όχθες του Αιγαίου χάθηκε, κι ότι κάποιοι καινουργιοφερμένοι ταυτίστηκαν μαζί του το 18ο αιώνα και γεννήσανε έτσι το σημερινό ελληνισμό, ο οποίος δεν έχει καμιά σχέση με τον παλιό. Και τα Δημοτικά μας τραγούδια, με τα Ριζίτικα ανάμεσά τους, τους χαλάνε τη θεωρία. Γιατί βρίσκομε σ’ αυτά αβίαστα, σε ανύποπτο χρόνο και υπεράνω τυχόν σκοπιμοτήτων τα κομμάτια της παλιάς μας ιστορίας, της συνέχειάς μας. Αλλά η συνέχειά μας, σημαίνει ότι είμαστε τα παιδιά του πατέρα, δηλαδή του Βυζαντίου, και εγγόνια κι όχι παιδιά του παππού, δηλαδή της Αρχαίας Ελλάδας.

Εδώ έρχονται κάποιοι αρχαιόπληκτοι και προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στη Νέα Τάξη, απαξιώνοντας το Βυζαντινό μας παρελθόν, αναφερόμενοι μόνο στην αρχαία ιστορία μας και μάλιστα με όρους μεταφυσικούς. Έτσι, σε μια προσπάθεια να αναχθούν τα πάντα στην αρχαιότητα και να πάρουν το μεγαλείο δανεικό από αυτήν (λες και δεν έχει μεγαλείο από μόνη της η παράδοσή μας), παραγνωρίζεται η βυζαντινή μας διάσταση, εφευρίσκονται υπερφυσικές ιδιότητες των Αρχαίων Ελλήνων και όλα γυρίζουν γύρω από αυτά.

sfakia_crete

Το συγκεκριμένο έντυπο έχει αρκετά χαρακτηριστικά από αυτά. … Έχει όμως και κάτι ακόμα: Την υποτίμηση των σημερινών ριζιτών και την πεποίθηση ότι αυτό μόνο κατέχει τη βαθύτερη γνώση και σοφία του τραγουδιού μας, όχι αυτοί που το τραγουδούν. Μάλιστα, σε κάποιαν αποστροφή του διαβάζομε (σελ. 29): «Δηλαδή μεταφέρεται η γνώση σε απλούστερη μορφή και πολλές φορές με παραβολικό τρόπο ή ακόμα και με κωδικά μηνύματα που μόνο οι βαθιά γνωρίζοντες μπορούν να εξηγήσουν. Τονίζω και πάλι, το καλύτερο που έχουν να κάνουν οι ριζίτες είναι να τα μεταφέρουν ως έχουν, χωρίς την παραμικρή αλλοίωση»! Ποιοι είναι οι βαθιά γνωρίζοντες άραγε; Είναι οι συγγραφείς του εντύπου; Πάντως όχι οι ριζίτες, οι οποίοι καλούνται να προσέχουν να μην αλλοιώσουν κάτι που προφανώς τους ξεπερνά. ‘Οποιος νουθετεί με τέτοιον τρόπο, προφανώς τοποθετεί τον εαυτό του στο ιερατείο των κατεχόντων τη «Γνώση» και τους νουθετούμενους σε θέση άσχετου που δεν αντιλαμβάνεται τη σημασία αυτού που έχει στα χέρια του. Αφού δηλαδή εκφράσει την άποψη ότι μόνο ένα ιδιότυπο ιερατείο έχει πρόσβαση στη γνώση που μεταφέρουν τα ριζίτικα, νουθετεί τους ριζίτες (υπό ποιαν ιδιότητα άραγε;), μην τα αλλάζουν!

Επίσης, είναι χαρακτηριστική η προσέγγιση που επιφυλάσσει στην «Ξαστεριά» το συγκεκριμένο βιβλίο: Στις σελίδες 59-61 υπάρχει μια αναφορά στο τραγούδι η οποία συνοψίζεται στα εξής: Εφόσον στον Ομαλό δε μπορεί να κατεβεί κανείς, αφού είναι οροπέδιο και μόνο ανεβαίνει κάποιος, ο στίχος του τραγουδιού «να κατεβώ στον Ομαλό» σημαίνει ότι μόνο κάποιος που έρχεται από κατοικήσιμο τόπο πιο ψηλά από τον Ομαλό μπορεί να κατέβει σ’ αυτόν: Και ποιος είναι ο τόπος αυτός; «ο Ουρανός, η γνώση του Παντός, ο Θεός ο οποίος έρχεται από πάνω» (σ. 59)! Και συνεχίζει με μια θεωρία ότι τα άρματα που περιγράφει το τραγούδι είναι μεταφορικά τα μέσα του καθενός προς επίτευξη του σκοπού του ή του επαγγέλματός του, ότι ο ύμνος αυτός πιστεύεται –από ποιον άραγε;- ότι είναι αρχαίος με πνευματική υπόσταση και λοιπές θεωρίες δύσκολο να γίνουν κατανοητές.
Τα εκφραζόμενα από το συγγραφέα σε αυτό το απόσπασμα είναι χαρακτηριστικά για να εξαγάγουμε συμπεράσματα και να δούμε παραδείγματα του πόση υπευθυνότητα χρειάζεται όταν κάποιος ασχολείται με την παράδοση: Κατ’ αρχάς, το έντυπο φαίνεται να αγνοεί την εξέλιξη του συγκεκριμένου τραγουδιού και προγενέστερες μορφές του, όπου ο στίχος ήταν είτε «να πρόβαινα στον Ομαλό» (βλ. Συλλογή Γιανναράκη σ. 173), είτε «και ν’ ανεβώ στον Ομαλό» (βλ. Βλαστού, ο γάμος εν Κρήτη και Συλλογή Γιανναράκη σελ. 162). Η αρχική μορφή αντιστοιχεί στην ανθρωπογεωγραφία του Ομαλού και αναιρεί το συλλογισμό του εντύπου, που φαίνεται να την αγνοεί. Για το πώς μετεξελίχθηκε και επικράτησε η νεώτερη καταγραφή «να κατεβώ στον Ομαλό», έχει εκφραστεί η άποψη από το λαογράφο Γ. Μ. Σηφάκη (σε μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα εισήγησή του στη Ζ’ επιστημονική συνάντηση με θέμα “Εκδοτικά και ερμηνευτικά ζητήματα της νεοελληνικής λογοτεχνίας”, Θεσσαλονίκη 1998), ότι καθώς το τραγούδι εξελισσόταν από «κυνηγετικό» σε «πολεμικό», οι επιτιθέμενοι Χαΐνηδες κατέβαιναν στο κατωμέρι να πολεμήσουν τους εχθρούς, οπότε άλλαξε η λέξη ερχόμενη σε αντίθεση με τη χωροταξική πραγματικότητα.

Ενδιαφέρον εδώ παρουσιάζει και η άποψη του καθηγητή Ερατοσθένη Καψωμένου, με τον οποίο κουβεδιάσαμε το παρόν κείμενο, την οποία παραθέτω αυτούσια μαζί με τις ευχαριστίες μου σ’ αυτόν: «Προσθέτω ότι ο Ομαλός δεν είναι το ψηλότερο μέρος της Μαδάρας και με καθαρά τοπογραφικά κριτήρια θα μπορούσε κάλλιστα να κατεβεί κανείς από κάπου ψηλότερα, χωρίς αυτό το κάπου να είναι ο ουρανός, η κατοικία των θεών κ.τ.τ.· από τον Γκίγκιλο, για παράδειγμα, από τσι Γαλανές Μαδάρες, από του Καλλέργη, από τσ’ Αγκαθωπής τα πλάγια, από το Σεληνιώτικο πόρο, θέσεις πιο απρόσιτες από το ίδιο το οροπέδιο. Ότι ο Ομαλός δεν ήταν υπό τον έλεγχο των κατακτητών δε σημαίνει ότι ήταν και εντελώς απρόσιτος στις δυνάμεις της εκάστοτε εξουσίας και ότι δεν υπήρχε περίπτωση να γίνει πεδίο σύγκρουσης ανάμεσα στους χαϊνηδες και σε επιτιθέμενο τακτικό στρατό, που εξορμά στα ορεινά για εκκαθαριστικές επιχειρήσεις. Η ύπαρξη της «στράτας των Μουσούρων» στην ΒΑ είσοδο του Ομαλού μαρτυρεί ότι το οροπέδιο ήταν προσβάσιμο, καθώς αποτελούσε τιμάριο των αρχοντο-Μουσούρων, παλιάς βυζαντινής οικογένειας, οι οποίοι δεν ταυτίζονται αυτονόητα με τους χαϊνηδες. Υπάρχει εξάλλου η εύλογη υπόθεση ότι η αφετηρία του τραγουδιού είναι τοπικές διαφορές ανάμεσα στους Αρχοντομουσούρους και σε κτηνοτρόφους της περιοχής, καθώς ο Όμαλός ήταν κατά καιρούς αντικείμενο διεκδίκησης ανάμεσα στις επαρχίες Κυδωνίας, Σελίνου και Σφακίων. Ενδεικτικά πάνω σ’ αυτό είναι τα τραγούδια για το φόνο του Γιανναρονικόλα, που, κατά μία άποψη, είναι τραγούδια της περιόδου της Ενετοκρατίας. Ένα απ’ αυτά (που οι συλλογείς συσχετίζουν με το “Πότε θα κάνει ξαστεριά”), λέει:

        Μωρέ κοπέλια Σφακιανά, όσά ‘στε των αρμάτω,

        πιάστε τα και γλακίσετε στον Ομαλό να πάμε

        και κάμαν πάλι φονικό οι γι Αρχοντομουσούροι,

        το Γιάνναρη σκοτώσασιν το νιο το παινεμένο.  

                           [Γιάνναρης 6, Παπαγρηγοράκης 124.220, Αποστολάκης 156Β΄]»

sfakia-1911

Ένα άλλο παράδειγμα του τραβήγματος των δεδομένων από τα μαλλιά προκειμένου να εξυπηρετηθούν οι στόχοι του εντύπου είναι και η απόπειρα σύνδεσης τραγουδιών με την αρχαιότητα πάση θυσία: Έτσι, στη σελ. 29, μαθαίνομε ότι το κείμενο του ριζίτικου «Αφήσετε τσ’ αθιβολές και τα ροζοναμέντα…γιατ’ ο παντέρμος άθρωπος μια λίτρα κρες γεννάται», θεωρείται ότι έχει στοιχεία από την αρχαιότητα, τη λέξη λίτρα=μονάδα μέτρησης του 6ου αι. πΧ. Και παρατίθεται απόσπασμα από όπου προκύπτει ότι οι άποικοι Ιταλίας και Σικελίας χρησιμοποιούσαν ντόπιο σύστημα, τη λίτρα, υποδιαιρούμενη σε 12 σικελικές ουγγιές, «άρα ενδεχομένως το τραγούδι αυτό να είναι από τον 6ο πχ αιώνα», καταλήγει το έντυπο!

Αν ακολουθήσομε αυτή τη λογική θα πρέπει να βρούμε τους πρόδρομους του ριζίτικου στη Σικελία, πράγμα που δεν εξηγεί το έντυπο, ούτε πώς φτάσανε από κει στην Κρήτη. Χώρια που το «ροζοναμέντα» είναι κατάλοιπο της Ενετικής κατάκτησης του νησιού μας, οπότε πώς να έρχεται το τραγούδι από τον 6ο αι. πΧ; Τα πράματα μάλλον είναι πιο απλά: Η λίτρα μπορεί να ήτανε μονάδα μέτρησης του 6ου αιώνα, αλλά όχι μόνο τότε: Ήταν και μονάδα μέτρησης τον καιρό του Χριστού. Πράγματι, αναφέρεται στο ευαγγέλιο του Ιωάννη, (Ιωάννης 12:3 («ἡ οὖν Μαρία, λαβοῦσα λίτραν μύρου νάρδου πιστικῆς πολυτίμου…», 19:39 («ἦλθε δὲ καὶ Νικόδημος ὁ ἐλθὼν πρὸς τὸν Ἰησοῦν νυκτὸς τὸ πρῶτον, φέρων μῖγμα σμύρνης καὶ ἀλόης ὡς λίτρας ἑκατόν») ως Ρωμαϊκή μονάδα βάρους, περίπου 320-327 γραμμάρια (βλ. και http://www.jesuslovesyou.gr/Bible_club/Encyclopedia/Weight_Measure/Weight.htm.

Πριν όμως ανακαλύψομε Ριζίτες και στη Γαλιλαία, μια πρόχειρη έρευνα στο διαδίκτυο δείχνει ότι η λίτρα ήταν μονάδα μέτρησης βάρους στερεών και στην Τουρκοκρατία (βλ. http://www.egrigoros.gr/book/a14.asp όπου καταγράφονται μέτρα και σταθμά στη Χίο εκείνης της περιόδου)! Πού καταλήγομε λοιπόν; Το λογικό είναι ότι η λίτρα σα μονάδα μέτρησης βάρους, επιβίωσε και στη νεώτερη ιστορία μας, κι όταν το συγκεκριμένο τραγούδι δημιουργήθηκε κάποια στιγμή μέσα στην Τουρκοκρατία ή Ενετοκρατία, πήρε λέξεις που υπήρχαν στη ντοπιολαλιά, μεταξύ των οποίων και αυτήν!

Η ουσία είναι ότι τα ριζίτικα, και γενικότερα η δημοτική μας ποίηση, έχουν μια τεράστια αξία από μόνα τους. Δεν υπάρχει ανάγκη να τα αναβαθμίσομε κατασκευάζοντας σχέση τους με την αρχαία ιστορία μας, τα υποτιμούμε μ’ αυτό τον τρόπο. Τα πράγματα είναι πιο απλά απ’ ότι προσπαθούμε μερικές φορές να τα κάμομε, απλά και φυσικά όπως αυτός που τα έφτιαξε: Ο Λαός μας…

Θα μπορούσαμε να γράψομε κι άλλα αποδομώντας τα γραφόμενα του εντύπου. Αυτό όμως που ενδιαφέρει περισσότερο, είναι να ξεκαθαριστεί ότι ο λαός μας πάντα δημιουργεί συνειδητά τη δημοτική του ποίηση, και πέρα απ’ αυτήν την ιστορία του, έχοντας ρόλο πρωταγωνιστή και όχι κομπάρσου. Ο ίδιος ενεργεί και φτιάχνει, κι όχι άλλοι γι’ αυτόν. Όποτε γίνεται το δεύτερο, όπως σήμερο, σημαίνει ότι βρισκόμαστε σε υποχώρηση και κρίση, και ότι είμαστε ανίκανοι να δημιουργήσομε, εμείς που για αιώνες τόσα έχομε προσφέρει στους εαυτούς μας και στην ανθρωπότητα.

25 Ιουνίου, 2013 Posted by | Κείμενα για την Κρήτη, ΣΦΑΚΙΑ | , , , , , , , , , | Σχολιάστε

ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΞΑΔΕΛΦΟΥ ΜΟΥ ΣΤΡΑΤΗ ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΑΚΗ, ΕΤΩΝ 20

Λεβέντη απού κατέβηκες απ’ τον απάνω κόσμο
Για κάτσε να ξεκουραστείς να σε ρωτήξω θέλω
Για πες μου ανε βαστά ουρανός κι α στέκει απάνω κόσμος
Κι ανε βαφτίζουνε παιδιά κι α χτίζου μοναστήρια

Οι παλιοί μας είχαν και στην αιώνια ζωή τις αγωνίες της προσωρινής. Γι’ αυτό, κάθε καινουργιοφερμένο τον ρωτούν τι γίνεται στον πάνω κόσμο. Οι αγωνίες τους είναι χαρακτηριστικές: Η πρώτη, η γενική, είναι αν ακόμα υπάρχει η ζωή που άφησαν: Αν ο ουρανός εξακολουθεί να σκεπάζει τη γη, κι αν αυτή ακόμα υφίσταται. Είναι προϋπόθεση η θετική απάντηση στην πρώτη ερώτηση, για να καταλήξουμε στη δεύτερη, αυτή που πραγματικά ενδιαφέρει τους νεκρούς μας και που εκφράζεται με δυο αγωνίες:
Η μία είναι: ΄΄Ανε βαφτίζουνε παιδιά΄΄. Δεν είναι τυχαίο ότι για βαφτίσεις (κι όχι για γάμους) ρωτά ο παλιός κάτοικος του Άδη τον καινούργιο. Γιατί η βάφτιση δεν είναι απλά μια ονοματοδοσία. Σηματοδοτεί την είσοδό του νεοφώτιστου στην ορθοδοξία και κατ’ επέκταση, την είσοδό του στην Ρωμιοσύνη, στο λαό μας, στην ταυτότητα τη δική μας. Ξεπερνά τα θρησκευτικά πλαίσια ακριβώς λόγω ταύτισης Ελληνισμού και Ορθοδοξίας, και καταλήγει στην απονομή πολιτιστικής ταυτότητας.
Εξ αντιδιαστολής, τα αδέλφια μας εκείνα που επέλεγαν να μουτίσουν, δηλαδή να μην είναι πια αδέλφια αλλά δυνάστες μας, άλλαζαν τα ονόματά τους σε ισλαμικά, απεκδυόμενοι έτσι τη δική μας ταυτότητα και προσχωρώντας στην ταυτότητα των κυρίαρχων. Γι’ αυτό άλλωστε και στην ορθόδοξη Ανατολή, την προσανατολισμένη στη συλλογικότητα, γιορτάζαμε πιο πολύ τη γιορτή παρά τα γενέθλια: Γιατί η γιορτή, σηματοδοτούσε κάθε χρόνο, ότι σε απίστευτες συνθήκες τυραννίας, ο λαός μας κρατούσε την πίστη του, άρα τη ρωμέϊκη ταυτότητά του, και αυτό ήταν από μόνο του λόγος γιορτής, παράλληλα προς την επιβαλλόμενη τιμή στον εορτάζοντα άγιο. Κι ακόμα, η γιορτή δεν είναι άγνωστη σαν τα γενέθλια. Όλοι γνωρίζουν πότε πέφτει, κι όσοι θέλουν, πάνε να πουν τη γιορτή στον εορτάζοντα, να τον τιμήσουν. Προσκλήσεις δε χρειάζονται στη γιορτή, αντίθετα με τα ατομοκεντρικά γενέθλια των Δυτικών, όπου μόνο όσοι είναι καλεσμένοι του εορτάζοντος πάνε να σβήσουν τα κεράκια. Και βέβαια, ο επελαύνων εκδυτικισμός τείνει να δώσει και σε μας προτεραιότητα στα γενέθλια.
Η ονομαστική γιορτή όμως είναι η γιορτή της κοινότητας, της παρέας, η νίκη απέναντι στην καταπίεση και στην εξώθηση προς αποβολή της ταυτότητάς μας. Φάνηκε στους δύσκολους καιρούς της Τουρκοκρατίας, φαίνεται και τώρα στους επίσης δύσκολους καιρούς της παγκοσμιοποίησης.
Ρωτά όμως και κάτι άλλο, ο παλιός νεκρός μας τον καινούργιο έχει κι άλλην αγωνία: ΄΄Αν χτίζουν μοναστήρια΄΄. Φυσικό επακόλουθο της προηγούμενης ερώτησης, αφού εκεί θα βαπτιστεί το κάθε παιδί, κι αν μοναστήρια δεν υπάρχουν, δεν εξασφαλίζεται η πολιτιστική συνέχεια του λαού μας. Απηχεί και μιαν ακόμα αγωνία η ερώτηση: αντανακλά τη μεγάλη δυσκολία που είχαν οι ραγιάδες (από το δυνάστη) να ανεγείρουν ναούς, το κυνηγητό των χώρων λατρείας του λαού μας. Δίχως αυτούς δεν υπάρχει η Ρωμιοσύνη.
Μέσα σε τέσσερις στίχους λοιπόν, έκλεισε ένα τραγούδι μιαν ολόκληρη στάση ζωής, μια ταυτότητα που για το χατήρι της υπομείναμε τα πάνδεινα και δικαίως, και η οποία ξεπερνά τα όρια της ζωής αυτής, επεκτεινόμενη και στην άλλη.
Αφορμή γι’ αυτό το κείμενο έδωσε η υποδοχή που έκαμαν οι παλιοί στον κάτω κόσμο, λίγο πριν αλλάξει ο χρόνος, σε ένα πολύ νέο παιδί, καμάρι της οικογένειάς του και της Σφακιανής επαρχίας. Που σίγουρα τους είπε ότι γίνονται βαφτίσεις ακόμα, είχε τύχει κι ο ίδιος σε μια λίγο πριν ξεκινήσει το δρόμο προς τα ‘κει. Για τις χάρες του Στρατή θα μιλήσουν και θα γράψουν πολλοί, γιατί το άξιζε. Το τραγούδι που πιάσαμε, με αφορμή το ταξίδι που έκαμε, κοιτάζει μιαν άλλη παράμετρο του θανάτου για το λαό μας, και δίδει την προοπτική της συνέχειας της ύπαρξής μας σε άλλη διάσταση, αλλά δίχως να ξεχνάμε (ούτε στην αιώνια ζωή) ποιοι είμαστε. Ξάδερφε Στρατή, καλήν αντάμωση.

20 Ιανουαρίου, 2012 Posted by | Κείμενα για την Κρήτη, ΣΦΑΚΙΑ | , , , | 1 σχόλιο

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ, ΜΑΡΤΥΡΑΣ ΤΗΣ ΣΥΝΕΧΕΙΑΣ ΤΟΥ ΛΑΟΥ ΜΑΣ

Απόβγαλέ μ’ ο βασιλιός τσι βίγλες να μπαστίσω
Κι ούλες τσι βίγλες μπάστισα κι ούλες λαγόνεψά τζι
Κι ούλες τσ’ ηύρηκα ξυπνητές κι ούλες τσι παραβλέπα
Τη βίγλα τω Σαρακηνών ηύρηκα κι εκοιμάτο

Όταν τραγουδιούνται τραγούδια σαν κι αυτό στις παρέες νοιώθω πολύ παράξενα. Δεν είναι μόνο η χαρά της συμμετοχής στο πάρε δώσε της τάβλας, δεν είναι το να μοιράζεσαι μια βραδιά με φίλους, δεν είναι η άμιλλα στο ποιος θα πει ποιο τραγούδι. Είναι ότι βρίσκομαι σε μια διαδικασία, μια παρέα, που γίνεται με τον ίδιο τρόπο αιώνες τώρα, είναι ότι κάθε φορά μια τέτοια σμίξη πιάνει ένα νήμα από το παρελθόν, το δικό μας παρελθόν και το συνεχίζει, είναι ότι η συλλογική μας μνήμη, η ιστορική μας αφήγηση, υπάρχει εδώ, παρούσα κι όχι σε λαογραφική καταγραφή, ζωντανή και ακμαία.

Τα τραγούδια μας γράφτηκαν για να αφηγηθούν τις μικρές και μεγάλες στιγμές μας, την καθημερινότητα και τις ξεχωριστές πράξεις, τις πολλές λύπες και τις λιγοστές χαρές του λαού μας σε μια περίοδο που ξεπερνάει τα χίλια χρόνια. Τις δικές μας στιγμές κι όχι άλλων. Τη δική μας θεώρηση των πραγμάτων εκφράζουν, τους φίλους μας τους έχουν για φίλους, τις περιοχές μας για πατρίδα, τους εχθρούς μας για αντίπαλους. Κι όταν αναφέρονται σε ιστορικά γεγονότα δεν περιγράφουν απλά μια κατάκτηση: Μιλούν για το χτίσιμο της Αγιασοφιάς, θρηνούν το κούρσος της Αντριανούπολης, λυπούνται τον Κωνσταντή «όντεν εδικονίζετο» την εύνοια των Λατίνων για να αντιμετωπίσει τους Τούρκους, δυσπιστούν απέναντι στους ευκαιριακά συμμάχους μας.

Κι αυτό το κάνουν για αιώνες, και το ένα τραγούδι διαδέχεται το άλλο, προσθέτοντας το δικό του πετραδάκι στο ψηφιδωτό της ιστορίας μας, της συνέχειάς μας από τόσο παλιά μέχρι τώρα, τώρα που εμείς δεν είμαστε πια άξιοι να παραγάγουμε τραγούδια γιατί δε δημιουργούμε νέα γεγονότα. Όμως ακόμα τα λέμε στις παρέες, κι εκείνες οι στιγμές είναι κάτι παραπάνω από τραγούδια μεταξύ φίλων. Περπατούμε κι εμείς πάνω στη στράτα των παλιών μας, όσο κι αν αυτό δεν αρέσει στους ιστορικούς του Σόρος και του Σκάι. Τα τραγούδια μας, που τραγουδιούνται αυτούσια στην Κρήτη τόσους αιώνες, δίνουν την απάντηση σε όσους «ανακαλύπτουν» ότι ο λαός μας δεν υπήρχε πριν. Και με το αντιστασιακό τους ήθος, δείχνουν και το δρόμο που πρέπει κι εμείς ν’ ακολουθήσομε. Ήδη, το ότι ακόμα τα τραγουδούμε, είναι μια αντίσταση από μόνο του. Κι αν δεν έχει η γενιά μας μπορέσει να δώσει τροφή σε νέα τραγούδια, το ότι αγαπά τα παλιά μας δίδει την ελπίδα ότι θα αξιωθεί να γίνει η αιτία να γραφτούνε καινούργια, για να προστεθούν κι αυτά στη μακρόχρονη αφήγησή μας.

19 Φεβρουαρίου, 2011 Posted by | Κείμενα για την Κρήτη, Πολιτική και πολιτισμός, ΣΦΑΚΙΑ | , , , , , , | Σχολιάστε