Με το τουφέκι και τη λύρα

ΜΕΓΑΛΑ ΚΑΡΑΒΙΑ ΜΕΓΑΛΕΣ ΦΟΥΡΤΟΥΝΕΣ…

Η προσάραξή του πλοίου EVER GIVEN, που προκάλεσε διακοπή της κυκλοφορίας στο Σουέζ για έξι μέρες, δίδει αρκετή τροφή για σκέψη…

Ένας πρώτος προβληματισμός αφορά στην ύβρη του γιγαντισμού σε όλα τα επίπεδα, που εδώ επικεντρώνεται στο μέγεθος του πλοίου. Πράγματι, το πλοίο των 200.000 τόνων νεκρού βάρους, 400 μέτρων μήκους, 59 πλάτους και μεταφορικής ικανότητας 20.000 εμπορευματοκιβωτίων, δε μπόρεσε να αντισταθεί στους ισχυρούς ανέμους και τις αμμοθύελλες, που το παρέσυραν στην προσάραξη, με το μέγεθός του να συντείνει στη δυσκολία χειρισμών και τελικά την καθήλωσή του. Σε αυτό συντέλεσε η τεράστια συμπαγής επιφάνεια που έχουν πλοία αυτού του τύπου, από κάθε πλευρά τους, καθώς τα εμπορευματοκιβώτια που μεταφέρουν διαμορφώνουν πρόσθετες επιφάνειες αντίστασης στον άνεμο, στοιβαζόμενα το ένα πάνω στο άλλο. Συντέλεσε όμως και το μεγάλο ύψος των εξάλων (των μερών δηλαδή του πλοίου που βρίσκονται πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας), λόγω του μικρού βάρους του φορτίου, αλλά και η έλλειψη βοηθητικών προπελών στην πρύμη και πλώρη, που διευκολύνουν την κίνηση του πλοίου δουλεύοντας ανεξάρτητα από την κεντρική. Σημειώνομε ότι βοηθητικές προπέλες έχουν τα κρουαζιερόπλοια, αλλά δεν είχε το Ever Given.

Κι όμως, τα υπερμεγέθη πλοία της κατηγορίας του, θεωρήθηκαν ότι συντελούν στη επίτευξη οικονομίας κλίμακος, με την τεράστια μεταφορική τους ικανότητα. Κι ας είναι πιο δύσκολος ο χειρισμός τους, κι ας παρουσιάζουν καθυστερήσεις στη φορτοεκφόρτωση, κι ας μη μπορούν, λόγω των διαστάσεων και του βυθίσματός τους, να προσεγγίσουν μεγάλο αριθμό λιμένων. Οι διαστάσεις αυτές όμως, σημαίνουν, όπως είδαμε, και πολλαπλασιαστικά μεγαλύτερη έκθεση στα στοιχεία της φύσης και τους θαλάσσιους κινδύνους. Φαίνεται πως τέτοιες κατασκευές αποτελούν τελικά Ύβρη απέναντι στη φύση, καθώς την προκαλούν, υπολογίζοντας ότι θα τη δαμάσουν με το μέγεθός τους και την υπερσύγχρονη τεχνολογία τους.

Το περιστατικό αμφισβήτησε και την αποτελεσματικότητα των εφοδιαστικών αλυσίδων μεγάλων αποστάσεων, που αποτελούν εμφατική λειτουργία του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού, στηριγμένες στο χαμηλό κόστος σε κάποια σημεία του πλανήτη, στις πολυπόθητες οικονομίες κλίμακος και στην τεχνολογικά εφικτή δυνατότητα μακρόθεν επίβλεψης των αλυσίδων εφοδιασμού. Τα πλοία μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων αποτελούν κομβικό κομμάτι αυτών των αλυσίδων, ο γιγαντισμός τους όμως φτάνει να αναιρεί τα ωφέλη ακόμα κι όταν δεν υπάρχουν ατυχήματα.

Για μιαν ακόμα φορά, η φύση έδειξε στον άνθρωπο τα όριά του.

Οι έξι μέρες διακοπής της κυκλοφορίας του καναλιού του Σουέζ, έμειναν έξι χάρη στη γενναιοδωρία της φύσης, καθώς η παλίρροια και η άνοδος της στάθμης των υδάτων που προκάλεσε βοήθησαν στην αποκόλληση του EVER GIVEN και τη σταδιακή αποκατάσταση της κυκλοφορίας στην Ερυθρά θάλασσα. Όμως, οι έξι μέρες αυτές μεταφράζονται σε πολύ μεγαλύτερη καθυστέρηση και ζημίες, και μάλιστα σε μιαν ευτυχή συγκυρία όπου ούτε ρύπανση υπήρξε, ούτε βλάβη του αξίας εκατοντάδων εκατομμυρίων δολαρίων φορτίου του συγκεκριμένου πλοίου (πιθανότατα όμως θα υπάρχει ζημία σε φορτία άλλων πλοίων που επηρεάστηκαν από το συμβάν).

Το έμφραγμα στη θαλάσσια κυκλοφορία ανέτρεψε άρδην τα προγράμματα κατάπλων και παραδόσεων φορτίων, όχι μόνο του Ever Given αλλά όλων των πλοίων που εγκλωβίστηκαν εκατέρωθεν του σημείου της προσάραξης. Η ίδια η κυκλοφορία στο Σουέζ θα χρειαστεί μέρες να αποκατασταθεί· τα πλοία που θα συνεχίσουν τον πλου τους μετά την απελευθέρωση της διόδου, θα φτάσουν καθυστερημένα στο λιμένα προορισμού τους, αλλά και θα συναντήσουν συνωστισμό κι εκεί, αφού θα συγκλίνουν ταυτόχρονα περισσότερα πλοία που ήταν προγραμματισμένα να δέσουν σε μεγαλύτερο βάθος χρόνου. Μια ευρύτερη ανατροπή του προγράμματος κάθε πλοίου και κάθε λιμανιού θα λάβει χώρα, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την καθυστέρηση στην άφιξη και αποστολή εμπορευμάτων και εμπορευματοκιβωτίων που αναμένεται στο λιμάνι της …Βιέννης (!) στο Δούναβη, για να έχομε μιαν ιδέα της έκτασης των συνεπειών!

Οι καθυστερήσεις στις αφίξεις και παραδόσεις θα αυξήσουν το κόστος μεταφοράς, ενώ θα παρατηρηθεί έλλειψη προϊόντων στους τόπους προορισμού των φορτίων. Οι ζημίες αφορούν μη έγκαιρες εκτελέσεις συμβάσεων διεθνών αγοραπωλησιών αγαθών που μεταφέρονταν με τα πλοία, που, μαζί και λόγω του Ever Given,  καθυστέρησαν την εκτέλεση των συμβολαίων τους, μη έγκαιρες συμβάσεις μεταφοράς των αγαθών αυτών για τον ίδιο λόγο, βλάβη φορτίων από την καθυστέρηση, ενώ τα εμπλεκόμενα μέρη αναμένεται να αποδυθούν σε δικαστικούς αγώνες για αποκατάσταση ζημιών, ενώ η ασφαλιστική κάλυψη του Ever Given δε θα μπορεί να καλύψει τέτοιας έκτασης ζημίες, ακόμα κι αν επιδικαστούν ποσά στους ζημιωθέντες. Μόνο η Αρχή του καναλιού του Σουέζ, κάνει κάποιες πρώτες εκτιμήσεις για ζημίες τουλάχιστον ενός δισεκατομμυρίου δολαρίων, σύμφωνα με τον Πρόεδρό της Οσάμα Ράμπι. Κι αν αυτή είναι η ζημία του κρατικού φορέα, τα ιδιωτικά συμφέροντα του φορτίου του Ever Given, των φορτίων των άλλων πλοίων που εγκλωβίστηκαν και των μεταφορέων αυτών, θα καταμετρήσουν ζημίες που αθροιζόμενες θα κάνουν τις απαιτήσεις της Αρχής να φαντάζουν αστείες.

Για άλλη μια φορά μπαίνει μπροστά μας το ζήτημα του γιγαντισμού. Που για χάρη των οικονομιών κλίμακος οδηγεί σε «λύσεις» που εμπεριέχουν ενδογενώς την καταστροφή. Γιατί οι ζημίες αυτής της περίπτωσης είναι ικανές να ακυρώσουν όλες τις οικονομίες που μπορεί να έχουν επιτευχθεί. Η αποανάπτυξη εδώ μοιάζει ζητούμενο, όχι μόνο ως κινηματική προοπτική, αλλά και με όρους καπιταλιστικής διαχείρισης!

Η φύση μας θυμίζει την παρουσία της αναδεικνύοντας το αδιέξοδο των κατασκευών και των αλυσίδων που την υποτιμούν. Μας θυμίζει και από αυτή τη θέση πως η σχέση μας μαζί της πρέπει να είναι σχέση σεβασμού και όχι κυριαρχίας πάνω της. Κάνει επίκαιρο ξανά το θέμα του περιορισμού των περιττών μεταφορών και της αξίας της τοπικής παραγωγής και κατανάλωσης. Κι ας μην ξεχνούμε πως ένα κομμάτι μεταφορών καθίσταται αναγκαίο από την έξαρση του καταναλωτικού ναρκισσισμού των δυτικών κοινωνιών (που εκτείνεται πλέον σε όλες τις κοινωνίες που, θαμπωμένες, ακολουθούν αυτό το πρότυπο). Το ατύχημα του Ever Given δίδει αφορμή να στοχαστούμε και γύρω από το οικονομικό μοντέλο που ακολουθούν οι κοινωνίες της κατανάλωσης και του ατομοκεντρισμού, οι κοινωνίες του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού. Το τοπικό κι εδώ, όπως και σ’ άλλες εκφάνσεις της ανθρώπινης δραστηριότητας, μας δείχνει ότι ο δρόμος της κοινότητας, αυτός που αναπτύσσεται σε μικρές κλίμακες, σε τοπικό επίπεδο, σε αρμονία με τη φύση κι όχι σε αντιπαράθεση μαζί της είναι ο μόνος βιώσιμος…

8 Απριλίου, 2021 Posted by | Πολιτική και πολιτισμός | , , | Σχολιάστε

ΤΟΥΡΙΣΜΟΣ: ΜΟΝΟΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ Η ΜΟΧΛΟΣ ΤΗΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ;

Δε θα μπούμε στη συζήτηση για το αν ο τουρισμός είναι η βαριά βιομηχανία της Ελλάδας. Αυτό που είναι σίγουρο, είναι πως μαζί με τη ναυτιλία είναι οι δυο μεγάλοι πυλώνες της οικονομίας μας, με τον πρωτογενή τομέα να περιορίζεται σε ένα 5% περίπου του ΑΕΠ και το δευτερογενή να βρίσκεται γύρω στο 16%.
Η πανδημία κατέδειξε τα όρια μιας οικονομίας που έχει ατροφική παραγωγή και βασίζεται στις υπηρεσίες, με ναυαρχίδα εδώ τον τουρισμό. Η κατανάλωση καλύπτεται από εισαγωγές, οπότε η κατάρρευση μιας κύριας πηγής εσόδων, όπως ο τουρισμός, μας υποχρεώνει σε κάποιες σκέψεις για το μέλλον.
Ένα ζήτημα είναι πού στηρίζεται ο τουρισμός μας. Αν στοχεύει στο να προσφέρει απλά ένα περιβάλλον ήλιου και θάλασσας σε κάποιους που θέλουν να ξεσκάσουν, χαμηλώνει τις προδιαγραφές του. Θα προσφέρει σκουπίδια για φαγητό, μπόμπες για ποτό, ώστε να μπορεί να προσελκύσει τουρίστες αλλά όχι περιηγητές που θα επισκέπτονται έναν τόπο με κριτήριο το ενδιαφέρον τους γι’ αυτόν. Και για να το κάμει, θα στραφεί σε προμηθευτές παντού όπου θα βρει φτηνότερα. Το παγκοσμιοποιημένο οικονομικό σύστημα το επιτρέπει. Επομένως, ο τουριστικός πελάτης δε θα δοκιμάσει στο φαγητό την παραγωγή του τόπου που επισκέπτεται, αλλά κάποιου φτηνότερου. Θα χρησιμοποιήσει έπιπλα και εξοπλισμό εισαγωγής, που προμηθεύτηκε φτηνά ο επιχειρηματίας από την παγκόσμια αγορά. Και η αίσθηση που θα αποκομίσει από την Ελλάδα είναι ότι πρόκειται για ένα ειδυλλιακό σκηνικό εκτόνωσης.
Όμως έτσι χάνεται η μοναδικότητά του τόπου, γιατί ο τόπος είναι οι άνθρωποί του, η ιστορία του. Και, για να μπούμε στη λογική του επιχειρηματία, το σκηνικό μπορεί να το βρει κάποιος φτηνότερα. Πρέπει λοιπόν να εστιάσει αλλού ο τουρισμός μας για να συνεχίσει να υπάρχει και να προσφέρει στους απασχολούμενου σ’ αυτόν και στην εθνική οικονομία.
Κι εδώ, όπως και σε μια σειρά από θέματα, το κλειδί είναι η ταυτότητα. Το όμορφο τοπίο δεν έρχεται μόνο του. Είναι πρώτ’ απ’ όλα οι άνθρωποί του. Που διαμορφώθηκαν από τον τόπο στο διάβα των αιώνων, και τον διαμόρφωσαν σε μικρότερο βαθμό. Που προσάρμοσαν την αρχιτεκτονική τους στα υλικά που είναι διαθέσιμα και στο κλίμα. Που τρέφονται με αυτά που παράγει και υποστηρίζει η γη. Που πάλεψαν για να ζουν εδώ, που διαμόρφωσαν συνήθειες, μουσική και χορούς, που δημιούργησαν ένα σύστημα αξιών το οποίο καθορίζει τον τόπο. Άρα αυτός δεν είναι κάτι ουδέτερο, αλλά μια ταυτότητα συγκεκριμένη.


Την ταυτότητα αυτή θα πρέπει να μπορεί να τη βρει ο επισκέπτης σε κάθε του βήμα. Να γνωρίσει την ιστορία, τα έθιμα, τα προϊόντα, την κουλτούρα, τη μαγειρική… Κι εδώ έρχεται η οικονομία να συναντηθεί με τον τουρισμό. Γιατί ο επισκέπτης που θα ζητήσει να γνωρίσει τη χώρα, το λαό της, θα δοκιμάσει τις συνταγές της, θα αγοράσει χαρακτηριστικά προϊόντα, θα πάει στα γλέντια, θα δει τα μνημεία και θ’ αναρωτηθεί για την ιστορία τους, παλιά και νεότερη. Κι αυτό προϋποθέτει να υπάρχει τοπική παραγωγή.
Βέβαια, όταν οι ελίτ που διαχειρίζονται τις τύχες της χώρας περιφρονούν την ταυτότητά της, όταν δεν είναι σε θέση να χορέψουν ένα χορό της και ακούν τα πολιτισμικά υποπροϊόντα της δυτικής μουσικής, όταν οι ίδιοι ενθαρρύνουν τις εισαγωγές και αφήνουν τον πρωτογενή τομέα και τη μεταποίηση να σβήνουν, δεν είναι σε θέση να αντιληφθούν αυτό το βασικό ζήτημα. Κι αφού αυτοί δε θα διαμορφώσουν μια τέτοια πολιτική στην οικονομία γενικά και στον τουρισμό ειδικότερα, πρέπει αυτή να τη διαμορφώσει ο λαός, υποκαθιστώντας τους στη διαμόρφωση στρατηγικής.
Στο μεταξύ, η τελευταία τάση του τουρισμού σα βιομηχανία, είναι να τονίζει την «εμπειρία», δηλαδή τα ταυτοτικά χαρακτηριστικά του τουρισμού. Για παράδειγμα, το Airbnb, έχει πλέον ιδιαίτερη κατηγορία, πέραν των καταλυμάτων, που τιτλοφορείται «Εμπειρίες», η οποία στοχεύει ακριβώς στο να προσφέρει στον επισκέπτη μια γεύση από την ιδιαιτερότητα του τόπου προορισμού του. Εδώ λοιπόν έρχεται η ανάγκη για μιαν ενδογενή παραγωγική ανασυγκρότηση, που θα συναντήσει τις τάσεις στον τουρισμό. Η σύνδεση βέβαια του τουρισμού με την τοπική παραγωγή δε θα έπρεπε να γίνει επειδή έτσι είναι οι διεθνείς τάσεις, αλλά γιατί μια οικονομία θα πρέπει να στηρίζεται στη δική της παραγωγή και πάνω σ΄ αυτή να χτίζει κι άλλους τομείς της οικονομίας. Αλλά έστω κι έτσι, μπορεί ο τουρισμός να αποτελέσει ένα μοχλό επανεκκίνησης της παραγωγής.
Βασικό στοιχείο σε αυτή την προσπάθεια είναι η σύνδεση του πρωτογενούς τομέα με τα καταλύματα και την εστίαση στον τουρισμό. Η μοναδικότητα της χώρας θα φανεί και από το φαγητό, όπου θα προσφέρονται συνταγές με ντόπια προϊόντα, επενδύοντας στην αυθεντικότητα ως πόλο έλξης. Ήδη, η προσπάθεια για Ελληνικό Πρωινό και η αντίστοιχη με εστιατόρια που στηρίζονται σε ντόπιες πρώτες ύλες, έχει ανταπόκριση με αυξητικές τάσεις. Αλλά αυτό δεν αρκεί. Στόχος πρέπει να είναι οι μονάδες εξοπλισμένες σε όλο τους το φάσμα από εγχώριες δημιουργίες, από την επίπλωση μέχρι τον ηλιακό θερμοσίφωνα.
Ευτυχώς, η μικρομεσαία δομή του ελληνικού τουρισμού, επέτρεψε στους απασχολούμενους σε αυτόν να αντέξουν την καταστροφή της πανδημίας και να προσβλέπουν σε μιαν αντιστροφή φέτος του κλίματος. Μόνο όμως αν συνδυαστεί με τη σύνδεσή του με την υπόλοιπη οικονομική και πολιτιστική δημιουργία θα αποκτήσει βάσεις τόσο στέρεες, ώστε η κρίση στον τουρισμό να μη συνεπάγεται και κρίση στην οικονομία και την πατρίδα συνολικά.

29 Μαρτίου, 2021 Posted by | Κείμενα για την Κρήτη, Πολιτική και πολιτισμός | , , | 1 σχόλιο

ΥΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ (ή ένας Κοινοτικός Κλεφτοπόλεμος)

This image has an empty alt attribute; its file name is images-2.jpg
Ομηρία
Η συλλογική εμπειρία στο σύγχρονο ελεύθερο βίο μας είναι σημαδεμένη από την καταπίεση που ασκεί το κράτος σε βάρος του λαϊκού σώματος, του έθνους. Η φορολογία, η γραφειοκρατία, η διεκπεραίωση των υποθέσεων με διαμεσολάβηση «γνωστού», η πρόσληψη του κράτους από τον πολίτη ως μέσου επαγγελματικής αποκατάστασης μέσω του διορισμού, αλλά και η διαχείριση από το κράτος σε κεντρικό επίπεδο με βάση συμφέροντα και υποδείξεις ξένων παραγόντων και όχι της χώρας, είναι χαρακτηριστικά εμπεδωμένα πια στο DNA μας. Κάθε ενέργειά μας, κάθε προσπάθεια, πρέπει να λαμβάνει υπ’ όψη της τα παραπάνω. Τα αυτονόητα για το πώς πρέπει μια Διοίκηση, μια Κυβέρνηση, ένα Κράτος να ενεργούν απέναντι στους εντολείς των είναι στη δική μας περίπτωση ζητούμενα απόμακρα, θεωρητικά μόνο, και σε επίπεδο γενικών αρχών και κατευθύνσεων, όχι σε ένα πεδίο της κοινωνικής τριβής όπου με την κατάλληλη πίεση θα εφαρμοστούν.
Γι’ αυτό κι όταν οι συμπατριώτες μας πετυχαίνουν στο εξωτερικό, αυτό αποδίδεται, πέρα από το δαιμόνιο της φυλής και τον ελληνικό τρόπο προσέγγισης των πραγμάτων, και στην απουσία των ανασταλτικών παραγόντων που θέτει το εδώ κράτος. Αυτό αφορά τους ξενιτεμένους Έλληνες αλλά και κάθε δραστηριότητα που, ακόμα κι αν η διαχείρισή της γίνεται στην Ελλάδα, δεν υπόκειται στον κρατικό έλεγχο. Εμβληματικό παράδειγμα του τελευταίου αποτελεί η ναυτιλία.
Όπως προαναφέρθηκε, η καταπίεση του συστήματος εκδηλώνεται σε ατομικό και συλλογικό/συνολικό επίπεδο: Επηρεάζει την καθημερινότητα κάθε συναλλασσόμενου με το κράτος, καθενός υποκειμένου στη δικαιοδοσία του, και επηρεάζει και τη συμπεριφορά του ίδιου του κράτους στις διεθνείς του σχέσεις.
Ο μιθριδατισμός που έχει αναπτύξει το λαϊκό σώμα στην κατάσταση αυτή, καταλήγει στη θεώρηση κάθε προσπάθειας δράσης πέραν του φαύλου αυτού κύκλου ως ματαιοπονίας· προκρίνεται η δράση εντός του συστήματος, με καταφυγή στο πολιτικό, κοινωνικό ή διοικητικό μέσο, η παράκαμψή του με πράξεις στα μουλωχτά παραβίασης του συστήματος, που οδηγούν σε μεγαλύτερη τελικά εξάρτηση από αυτό, προκειμένου να επιτευχθεί ατιμωρησία ή να πέσουμε στα μαλακά όταν μας τσακώσουν και σε εμπέδωση της εξάρτησης από το κύκλωμα των «γνωστών». Εννοείται ότι το ίδιο το σύστημα φροντίζει να διατηρεί τα εμπόδια και να δημιουργεί κι άλλα, ώστε να κρατά σε ομηρία τον πολίτη.

Κάτω το κράτος ή ένα δικό μας κράτος;
Να ξεκαθαρίσομε κάτι: η τραυματική μας εμπειρία από το κράτος (μας), δε σημαίνει πως πρέπει να το καταλύσομε. Πρέπει να του αντισταθούμε με συγκεκριμένο τρόπο, που θα αναιρεί την ανασταλτική λειτουργία του και θα το μεταλλάξει σε μια κατεύθυνση λειτουργίας υπέρ των εντολέων του, ενώνοντάς το με το λαϊκό σώμα, να το αλώσομε.
Η αντίστασή μας λοιπόν οφείλει να λειτουργήσει με βάση αυτά τα δεδομένα. Κι επειδή χρειαζόμαστε κράτος κι η προσπάθεια άλωσής του δεν περιορίζεται σε μια μεγάλη νύχτα, ούτε καν σε μιαν εκλογική νίκη, αλλά είναι ένας διαρκής αγώνας ενάντια σε μηχανισμούς και παγιωμένες καταστάσεις, κι επειδή οι δυνάμεις μας δεν είναι ακόμα επαρκείς, αυτό που απαιτείται είναι μια τακτική αποδυνάμωσης των μηχανισμών που λειτουργούν παερμποδιστικά, και οργάνωσης κι επιβίωσής μας εκτός αυτών. Από τώρα, κάθε στιγμή, σε κάθε επίπεδο. Επιθυμητό αποτέλεσμα των ενεργειών μας είναι η αναίρεση των παγιωμένων καταστάσεων. Και κινητήριος δύναμη η υλοποίηση του αυτονόητου, του να καταστεί το κράτος η προέκταση του εαυτού μας, να ταυτιστούμε με αυτό καθώς θα νοιώθομε πια ότι λειτουργεί για μας κι όχι εναντίον μας.
Για να γίνει αυτό, πρέπει να λειτουργήσομε ενωμένοι. Και να ξεκινήσομε από κάπου, σε κάθε τομέα της ανθρώπινης δραστηριότητας και προσπάθειας. Στην αρχή λίγοι, που θα πληθαίνουν όσο προχωρά η διαδικασία αυτή. Μια διαδικασία κατ’ εξοχήν πολιτική, με την έννοια της παρέμβασης στο δημόσιο βίο συνολικά, σε κάθε πτυχή του, σε κάθε έκφανση της ανθρώπινης δραστηριότητας.

This image has an empty alt attribute; its file name is images2.jpg

Ένα θεσμικό αντάρτικο
Μέχρι να αλώσει το κράτος, ο ελληνικός λαός θα υφίσταται την καταπίεση και τα εμπόδια που αυτό του θέτει, οφείλει λοιπόν να τα αντιμετωπίσει εδώ και τώρα, για να επιβιώσει και να συνεχίσει να δημιουργεί (και να αντιστρέψει αυτή την κατάσταση βέβαια). Πρέπει λοιπόν να υποκαταστήσει το κράτος όπου και σε όποιο βαθμό αυτό είναι εφικτό.
Αυτό μπορεί να γίνει με πολλούς τρόπους, που θα προσδιορίζει η φύση κάθε τομέα στον οποίο θα επεμβαίνομε. Κάποιες γενικές σκέψεις δράσης, που η πράξη θα δοκιμάσει, θα δικαιώσει, θα απορρίψει, θα μεταβάλει, θα εμπλουτίσει, μπορεί να είναι και οι εξής:
Δίκτυα πληροφόρησης
Η μικρομεσαία δομή της ελληνικής κοινωνίας είναι ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της, στο οποίο οφείλει πολλά θετικά στοιχεία. Συγχρόνως όμως, παρουσιάζει κάποια ζητήματα όταν αναζητούνται κρίσιμα μεγέθη που να επιτρέπουν ορισμένες δραστηριότητες. Εκεί, μπορεί η δημιουργία δικτύων που θα ενώνουν τους ενδιαφερόμενους σε κάποια κοινή δράση να αναιρέσει τις αδυναμίες που μπορεί να παρουσιάζει καθένας μόνος του.
Στο επίπεδο αυτό, οι ενδιαφερόμενοι να δημιουργήσουν μπορούν να έχουν πρόσβαση σε πληροφορίες και τεχνογνωσία που κανονικά θα έπρεπε να παρέχει το κράτος. Αυτό το κενό υποκαθιστά εδώ η συλλογική δράση των δικτύων πληροφόρησης.
Δίκτυα δράσης
Σε ένα άλλο επίπεδο, οι συνέργειες μεταξύ των πολιτών μπορούν να πάρουν απτό περιεχόμενο· είτε έρχονται ως εξέλιξη της λειτουργίας των δικτύων πληροφόρησης είτε αυτόνομα, περνούν στην υλοποίηση πρακτικών που ανεβάζουν εκθετικά την αποτελεσματικότητά τους σε όποιες προσπάθειες γίνονται. Μπορούν να αφορούν τα πάντα: προμήθεια επαγγελματικού εξοπλισμού για κοινή χρήση· από κοινού διαπραγμάτευση με αγοραστές για διάθεση κρίσιμης ποσότητας προϊόντων, με παρόχους υπηρεσιών στο κομμάτι της μεταποίησης και της τυποποίησης. Καλύπτουν εδώ την έλλειψη κρατικής μέριμνας για άρση των αδυναμιών του μικρού μεγέθους των εκμεταλλεύσεων, και υποκαθιστούν την κρατική δράση.

Δίκτυα αλληλεγγύης
Στη σφαίρα της κοινωνικής δράσης, οι πολίτες μπορούν να προχωρήσουν σε πράξεις υποστήριξης των αδύναμων και ευπαθών συμπολιτών τους με συντονισμένες ενέργειες, από την προμήθεια ειδών πρώτης ανάγκης μέχρι την εύρεση εργασίας, καταλύματος και την επιμόρφωση ανθρώπων που χρειάζονται δεξιότητες για να ξαναμπούν στην αγορά εργασίας, ως υπάλληλοι ή και φτιάχνοντας κάτι δικό τους. Ο εθελοντισμός είναι εδώ κυρίαρχος και μπορεί να υποκαταστήσει την ανεπάρκεια του κράτους σε αυτό τον τομέα.

Μια προσπάθεια που δεν προϋποθέτει κρίσιμη μάζα για να ξεκινήσει
Τα δίκτυα αυτά δεν είναι κλειστά· μπορεί να ξεκινήσουν από ελάχιστους που αλληλοϋποστηρίζονται στοιχειωδώς και στην πορεία να μεγαλώσουν προσελκύοντας κι άλλους, δημιουργώντας ένα πόλο δράσης.
Δεν είναι μορφές πολιτικού ακτιβισμού, αν και η δράση τους είναι εκ του αποτελέσματος πολιτική· δεν έχουν πολιτική στόχευση αλλά επεμβαίνουν στην οργάνωση της παραγωγής, της καθημερινότητας, της ζωής των συμμετεχόντων σε αυτά, και ωφελούν περισσότερους.
Τα δίκτυα δεν έχουν συγκεκριμένη σύνθεση και μπορεί να είναι ασύμβατα ή επάλληλα· άλλοι μπορεί να συμμετέχουν σε ένα δίκτυο που ανταλλάσσει πληροφορίες για μια καλλιέργεια, άλλοι σε ένα δίκτυο που κάνει συμβουλευτική σε όποιον προσπαθεί να επιδοτηθεί ή να εξαγάγει την παραγωγή του, άλλοι σε μια προσπάθεια για την απομάκρυνση μιας κεραίας κινητής τηλεφωνίας κοκ. Και στα παραδείγματα αυτά μπορεί κάποιοι να συνυπάρχουν σε ένα δίκτυο και σε άλλο όχι.
Χαρακτηριστικό εδώ είναι ο εθελοντισμός και η επέμβασή του σε τομείς της εκδήλωσης της παραγωγικής και όχι μόνο δραστηριότητας. Η διάθεση των εμπλεκομένων να συνεισφέρουν με τις επί μέρους γνώσεις, δυνάμεις, δράση και εμπειρίες τους και να τις μοιραστούν με αυτούς που τις χρειάζονται (ή και την κοινωνία, τοπική ή ευρύτερη) με αμοιβαίο συνήθως όφελος. Μπορεί να είναι άνθρωποι που ήδη έχουν παρόμοια εμπειρία, που κατέχουν τη διαδικασία. Το βασικό είναι να υπάρχουν κάποιοι που γνωρίζουν και θέλουν να μοιραστούν κάποια γνώση που έχουν, και κάποιοι που έχουν ένα όραμα και χρειάζονται γνώση ή/και κινητοποίηση για να το υλοποιήσουν και τη διάθεση για συλλογική δράση.
Τα δίκτυα μπορούν να είναι άτυπα ή να έχουν κάποια μορφή· Μπορεί να επιτελούν τη λειτουργία τους με μερικά τηλεφωνήματα ή συναντήσεις σε καφενεία, να λαμβάνουν θεσμικές μορφές όπως ομάδα παραγωγών, εταιρεία, να είναι ανεπίσημες, όπως συνιδιοκτησία στην πράξη υλικών κι εξοπλισμού που στα χαρτιά φαίνεται να ανήκει σε έναν, ομάδα σε κοινωνικά δίκτυα που συνεννοείται για θέματα κοινού ενδιαφέροντος κλπ.

This image has an empty alt attribute; its file name is images3.jpg

Τα δίκτυα ως μέσα άσκησης υψηλής πολιτικής στην πράξη
Τα δίκτυα δεν έχουν προκαθορισμένους στόχους ή συγκεκριμένα στοχευμένη αποτελεσματικότητα· το καθένα δραστηριοποιείται εκεί που κρίνει πως υπάρχει ανάγκη, ανάλογα με την διαθεσιμότητα των εμπλεκομένων, και επεκτείνεται μέχρι εκεί που το επιτρέπουν οι υποκειμενικές του δυνατότητες και οι αντικειμενικές συνθήκες. Για παράδειγμα, δε μπορεί να χορηγήσει άδειες εξαγωγής προϊόντων, αφού η διαδικασία τούτη αποτελεί κρατικό προνόμιο, αλλά μπορεί συμβουλευτικά να βοηθήσει τους ενδιαφερόμενους να ετοιμάσουν ένα πλήρη φάκελο που θα επιτρέψει την απρόσκοπτη και ταχεία διεκπεραίωση της σχετικής διαδικασίας. Δε θα ασκήσει αμυντική ή εξωτερική πολιτική αλλά θα μαζέψει χρήματα για την αγορά αμυντικών συστημάτων. Θα μπορεί να βοηθήσει μη εξοικειωμένους με τη γραφειοκρατία παραγωγούς ή τεχνίτες να εκμεταλλευτούν τις δυνατότητες απόκτησης εξοπλισμού μέσω προγραμμάτων, στη βάση εθελοντικής πλατφόρμας αλληλοενημέρωσης. Και οι ίδιοι θα μπορούν να αποφασίσουν να χρησιμοποιούν από κοινού τον εξοπλισμό αυτόν, εκ περιτροπής, ανάλογα με τις ανάγκες μιας μικρής εκμετάλλευσης, της οποίας ο κύκλος εργασιών δε θα δικαιολογούσε πιθανόν την απόκτηση και πλήρη χρήση και απόσβεση ενός εξοπλισμού προορισμένου να εξυπηρετήσει μόνο την ίδια.
Η λειτουργία και ο ρόλος των δικτύων μπορεί να ποικίλει λοιπόν, ανάλογα τις ανάγκες που προορίζονται να καλύψουν. Από μια μικρή παρέα σε τοπικό επίπεδο μέχρι πολυπλόκαμα σχήματα συνεργασίας και δράσης σε περισσότερα επίπεδα, από την παραγωγή μέχρι την κοινωνική παρέμβαση. Η λειτουργία τους είναι πάντα όμως μια προβολή κρατικής λειτουργίας, τί θα κάναμε εμείς αν ήμασταν το κράτος και βέβαια η εμπειρία αυτή θα εφαρμοστεί όταν το αλώσουμε. Αλλά ήδη, και δίχως να το καταλάβομε, θα το έχομε υποκαταστήσει σε μεγάλο βαθμό, θα έχομε μειώσει την εξάρτησή μας από αυτό στα απολύτως απαραίτητα.
Τα δίκτυα μπορούν ακόμα να αποτελέσουν το όχημα για την άσκηση ουσιαστικής πολιτικής σε θέματα που αποτελούν κεντρικούς στόχους μιας εναλλακτικής προσέγγισης. Για παράδειγμα, μια πολιτική παραγωγικής ανασυγκρότησης, λειτουργεί ενάντια στην παρασιτική δομή της ελληνικής οικονομίας. Αυτή, πέρα από επί μέρους προσπάθειες στον πρωτογενή και δευτερογενή τομέα, πρέπει να αντιμετωπίσει και το ζήτημα της χρηματοδότησης των προσπαθειών αυτών. Εδώ τα δίκτυα θα μπορούσαν να ασκήσουν πολιτική μέσα από μια λαϊκής βάσης εταιρεία μικροχρηματοδοτήσεων, το θεσμικό πλαίσιο για την οποία ήδη υπάρχει. Μια τέτοια συλλογική προσπάθεια, θα έδιδε συγκεκριμένη κατεύθυνση στη χρηματοδότηση αποκλειστικά παραγωγικών δραστηριοτήτων. Εδώ, τα μικρά μεγέθη της ελληνικής οικονομίας βρίσκουν δικαίωση και στήριγμα.

Υποκατάσταση του κράτους
Από τη στιγμή που δύο άνθρωποι αρχίζουν να συνεννοούνται προς αυτή την κατεύθυνση, δημιουργείται μια δομή που προχωράει, παράλληλα κι ανεξάρτητα από τις κρατικές διαδικασίες. Μέσα από λάθη κι εμπειρίες, χτίζει ένα μηχανισμό, που όσο πληθαίνει η ομάδα τόσο εξαπλώνεται. Φτιάχνει στο δικό του επίπεδο και μέτρα μιαν άλλη δομή, που λειτουργεί ανεξάρτητα από το κράτος, αφού αυτά που θα ζητούσε από εκείνο τα δημιουργεί η ίδια, οι άνθρωποι που την αποτελούν.
Όσο βαθαίνει η λειτουργία αυτή, τόσο εμπεδώνεται η αυτονομία της ως μηχανισμού κι επιτυγχάνεται η απαγκίστρωσή της από το κράτος. Μέχρι ένα όριο βέβαια, όπως εκτέθηκε ήδη παραπάνω, αλλά το κέρδος εδώ είναι διπλό: Αφενός η μέγιστη δυνατή απεξάρτηση από το κράτος, αφετέρου η προσομοίωση της λειτουργίας του, η τριβή με διοικητικές και γραφειοκρατικές διαδικασίες από την πλευρά που συνήθως τις υφίσταται, έτσι ώστε να τις περιορίζει στις απολύτως απαραίτητες με γνώμονα τη διευκόλυνση της ζωής του πολίτη.
Έτσι όμως, αποκτά το λαϊκό σώμα, μέσα από αυτή τη διαδικασία, εμπειρία λειτουργίας κράτους· καταλαβαίνει πώς πρέπει να λειτουργεί, τί χρειάζεται, διαμορφώνει άποψη για το τί χρειάζεται και τί όχι, πώς θα γίνει αποτελεσματικότερο, πώς θα τον εξυπηρετεί. Μπορεί να ζητά λιγότερη ή περισσότερη εμπλοκή του κράτους ανάλογα το αντικείμενο και τις διαθέσεις των μελών του δικτύου. Αλλά ξέρει ανά πάσα στιγμή πως έχει κάτι δικό του, σάρκα από τη σάρκα του, που υπηρετεί τις ανάγκες τις δικές του, όχι κάποιες άλλες.
Τέτοια λειτουργία αποδυναμώνει σταδιακά την κυριαρχία του κράτους στη ζωή του λαού, την περιορίζει στα απολύτως απαραίτητα. Κι όταν η κοινωνία αλώσει το κράτος, όταν πετύχει την πολιτική του εξουσίαση, αυτό θα προβάλει μικρότερη αντίσταση όταν οι μηχανισμοί του είναι αποδυναμωμένοι, όταν οι καταστάσεις μπορούν να προχωρήσουν και δίχως αυτό. Συγχρόνως, διαδικασίες ήδη δοκιμασμένες κι εμπεδωμένες, θα μπορούν να συνεχίσουν τη λειτουργία τους θεσμικά πια, ελέγχοντας, συμπληρώνοντας ή και αντικαθιστώντας τη γραφειοκρατία του κράτους.
Ένα παράδειγμα μπορεί να μας δώσει ο πρωτογενής τομέας: Παραγωγοί που θα θέλουν να καλλιεργήσουν, να τυποποιήσουν και να εξαγάγουν το προϊόν τους, θα συναντήσουν δυσκολίες ο καθένας μόνος του σε αυτή την προσπάθεια. Αλλά αν έχουν μια συνεννόηση μεταξύ τους, μπορούν να έχουν συνέργειες σε διάφορα κλιμακούμενα επίπεδα, όπως έχουν ανωτέρω περιγραφεί, και που είναι στοιχεία που μπορούν να ανεβάσουν την αποτελεσματικότητα της προσπάθειας. Αυτό δημιουργεί παράπλευρες συνέργειες, πχ την κατάκτηση γνώσης και τη δημιουργία ενός πόλου που θα λειτουργεί σαν παράδειγμα και στους υπόλοιπους.
Σε πρώτη φάση, αυτό θα φαντάζει αναποτελεσματικό καθώς πολύ λίγοι θα εμπλέκονται, όμως η σταδιακή επέκταση του δικτύου και η τεχνογνωσία που θα αποκτάται, αρχικά σε αργό ρυθμό και στη συνέχεια εκθετικά, θα διαμορφώσει καταστάσεις όπου θα δημιουργούνται και θα λειτουργούν δομές από τα κάτω. Αυτό από μόνο του, πέρα από το τί θα επιτυγχάνει, θα είναι σημαντικό, γιατί δρομολογείται μια διαδικασία, η οποία διαμορφώνει και αντικαθιστά στο βαθμό του εφικτού μια λειτουργία που κανονικά θα έκανε το κράτος. Κι αυτό δημιουργείται από τα κάτω, καταλήγοντας σε παράλληλες δομές που επικαλύπτουν τη δράση του κράτους και το υποκαθιστούν. Σε ένα αρχικά περιορισμένο επίπεδο, που όσο συμμετέχουν περισσότεροι σ’ αυτό τόσο πιο αποτελεσματικό γίνεται, δημιουργείται μια παράλληλη σκιώδης λειτουργία, αποκομίζεται εμπειρία· η κοινωνία αυτοοργανώνεται όχι σε επίπεδο διεκδίκησης από την εξουσία, αλλά γίνεται εξουσία η ίδια, μέχρι εκεί που φτάνει το οργανωτικό της χέρι. Δοκιμάζονται μέθοδοι δράσης που στοχεύουν σε αποτέλεσμα απτό, σε υλοποίηση στόχων, στο να πάρουμε τη ζωή μας στα χέρια μας.
Σίγουρα το κείμενο δεν ανακαλύπτει τον τροχό· τέτοιες προσπάθειες γίνονται, ίσως μη συνειδητοποιώντας πως μπορούν να ενταχθούν σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, όπως αυτό που περιγράφεται. Η ανάγκη να διασυνδεθούν αυτές οι επί μέρους προσπάθειες είναι ένα ζητούμενο. Κι άλλο ένα είναι να πληθύνουν, να καλύψουν περισσότερο κόσμο, περισσότερες εκφάνσεις της δραστηριότητάς του, περισσότερους τομείς. Πρόκειται για μιαν αλληλοτροφοδοτούμενη ανοδική ενάρετη σπείρα, από την εκκίνηση και επιτάχυνση της οποίας μπορούμε μόνο θετικά να περιμένομε…

8 Μαρτίου, 2021 Posted by | Πολιτική και πολιτισμός | , , , | Σχολιάστε

ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ KAI ΤΟ 1821, ΚΑΙ ΠΡΙΝ ΚΑΙ ΜΕΤΑ


Φέτος είναι χρονιά επετειακή, καθώς συμπληρώνονται τα 200 χρόνια από την επανάσταση του 1821, μιαν επανάσταση από τις πολλές που έκαμαν οι Έλληνες ενάντια στον τουρκικό ζυγό. Αυτή όμως ήταν η πρώτη που είχε ένα εν μέρει θετικό αποτέλεσμα, καθώς ένα μικρό τμήμα του Ελληνισμού απελευθερώθηκε, δημιουργώντας το πρώτο Ελληνικό κράτος μετά το Βυζάντιο. Η σημασία της λοιπόν είναι τεράστια, καθώς μετά απ’ αυτήν αρκετοί Έλληνες είχαν πια μια χώρα που διαφέντευαν, ενώ οι υπόδουλοι είχαν κάπου να προσβλέπουν.
Αυτό είναι σαφές κι από την αλλαγή του προτάγματος σε όλες τις επαναστατικές ενέργειες του Ελληνισμού μετά από το 1830: Το «Ελευθερία ή Θάνατος« δεν αρκεί, η Ελευθερία δε νοείται παρά μόνο ως Ένωση με το ελλαδικό κράτος. «Ένωση ή Θάνατος» λοιπόν από κει και πέρα, είτε πρόκειται για τα Επτάνησα, την Κρήτη ή την Κύπρο.
Η Κρήτη βέβαια, δε θα έπρεπε κανονικά να περιμένει 90 χρόνια ακόμα για να πανηγυρίσει την Ελευθερία της. Τόσο το προ του 1821 παρελθόν της, όσο και η λυσσώδης συμμετοχή της στην επανάσταση που οδήγησε στη δημιουργία του Ελλαδικού κράτους, της έδιδαν κάθε δικαίωμα να είναι κι αυτή μέσα στα όριά του.
Η Κρήτη ήταν από τις περιοχές που αποκόπηκαν από τον εθνικό κορμό πολύ νωρίς, όταν το 1204 παραχωρήθηκε στους Ενετούς. Για να έχομε κάποιο μέτρο σύγκρισης, η Καππαδοκία ήταν τότε ήδη υπόδουλη, η Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας κρατούσε ελεύθερο τον Πόντο, το Δεσποτάτο της Ηπείρου περιλάμβανε ολόκληρη την Ήπειρο και εδάφη βόρεια και νότια αυτής και η Αυτοκρατορία της Νίκαιας δρούσε ως απευθείας κληρονόμος της Κωνσταντινούπολης και ήταν αυτή που την ανέκτησε.
Η Κρήτη δεν ησύχασε στους εφτά αιώνες της Ενετικής και Τουρκικής σκλαβιάς. Ακόμα κι όταν χάθηκε, το 1453, η κρατική υπόσταση του Ελληνισμού στην Κωνσταντινούπολη, η αντίσταση συνεχίστηκε στο πεδίο της ταυτότητας και του πνεύματος, αλλά υπήρξαν κι ένοπλες απόπειρες, όπως η επανάσταση του Κανδανολέοντος.
Εικοσιεπτά επαναστάσεις μετρά η Κρήτη κατά των Ενετών και περισσότερα τοπικά κινήματα αντίστασης, με κορυφαία ίσως στιγμή την εξέγερση του Αγ. Τίτου τον 14ο αιώνα, όπου μια συμμαχία του ντόπιου πληθυσμού με τους Ενετικής καταγωγής κατοίκους κατέλυσε τις ενετικές αρχές και ίδρυσε ανεξάρτητο κράτος με το ορθόδοξο δόγμα ως επίσημη θρησκεία, «την ιεροτάτην των ιθαγενών γραικικήν», όπως ανέφερε η διακήρυξη της επανάστασης.
Μετά την Άλωση, η συνομωσία του Σήφη Βλαστού, που προδόθηκε και δεν εξελίχθηκε σε επανάσταση, δείχνει την επιθυμία των συνομωτών ώστε η Κρήτη, που ήταν πια η μόνη ελληνική περιοχή με συμπαγή ελληνικό πληθυσμό, μπολιασμένο και από πρόσφυγες από την Πόλη, να καταστεί διάδοχο Βυζαντινό κράτος.
Η Κρήτη συμμετέχει, με τα Σφακιά, στα Ορλωφικά, την πανελλήνια επανάσταση του 1770, ενώ πληθώρα Κρητικών μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία. Και το Μάιο του 21 στη Θυμιανή Παναγία Κομητάδων Σφακίων, κήρυξε την επανάσταση, επιδιδόμενη σ’ ένα τιτάνιο αγώνα. Η Κρήτη χρηματοδότησε η ίδια τον Αγώνα με σημαντική συνεισφορά της εκκλησίας, καθώς δεν έφτασαν εκεί τα ξένα δάνεια. Στον εμφύλιο δε συμμετείχε, και μέχρι τέλους αγωνίστηκε με αμείωτη ενέργεια για μιαν απελευθέρωση που δεν ήρθε. Στο πρωτόκολλο του Λονδίνου του Φεβρουαρίου 1830, αναφέρεται πως ότι «Αι σύμμαχοι δυνάμεις δεν δύνανται να αποδεχθώσι το δίκαιον της μεσολαβήσεως του άρχοντος της Ελλάδος ηγεμόνος ως προς τον τρόπον με τον οποίον μετέρχεται η Τουρκική Κυβέρνησις την εξουσίαν της εις την Κρήτην και την Σάμον. Αι νήσοι ταύται πρέπει να μένωσιν υπό την κυριότητα της Πόρτας και να είναι ανεξάρτητοι από την νέαν Δύναμιν ήτις συνεφωνήθη να συστηθή εν τη Ελλάδι».
Η απογοήτευση των Κρητών με αυτή την εξέλιξη πυροδότησε διαρκείς επαναστάσεις κατά το 19ο αιώνα, με αναθεωρημένο στόχο την επανένωση με τον ελεύθερο εθνικό κορμό. Σχεδόν ανά δέκα χρόνια οι Κρήτες ξεσηκώνονται, ενώ και ως «Αυτόνομος Πολιτεία» τον 20ο αιώνα συνέχισαν να εξεγείρονται για την Ένωση, και εξήγαγαν την επανάσταση στη Μακεδονία κι άλλες υπόδουλες περιοχές, πριν ακόμα ενωθούν με την Ελλάδα.
Η Κρήτη λοιπόν, συμπυκνώνει το επαναστατικό όραμα του σκλαβωμένου Ελληνισμού, το οποίο έφερε στα άκρα με πράξεις ηρωισμού, αντίστασης, αυτοθυσίας. Και μας θυμίζει πως η επέτειος των 200 χρόνων από την Επανάσταση δεν πρέπει να λειτουργεί εφησυχαστικά, ούτε να περιορίζεται σε μιαν αντίληψη περί τετρακοσίων χρόνων δουλείας, αφού για πολλές περιοχές η σκλαβιά κράτησε περισσότερο -και για κάποιες κρατάει ακόμα. Το παράδειγμα της Κρήτης μας δείχνει ακόμα πως η επέτειος προσφέρεται για αναστοχασμό και εγρήγορση, πως τίποτα δεν είναι δεδομένο, και πως οι διαρκείς τουρκικές αμφισβητήσεις πρέπει να έχουν τις ίδιες απαντήσεις που η ιστορική μας εμπειρία και πνεύμα αντίστασης έχουν δώσει από πολύ πιο δύσκολες εποχές…


Φέτος είναι χρονιά επετειακή, καθώς συμπληρώνονται τα 200 χρόνια από την επανάσταση του 1821, μιαν επανάσταση από τις πολλές που έκαμαν οι Έλληνες ενάντια στον τουρκικό ζυγό. Αυτή όμως ήταν η πρώτη που είχε ένα εν μέρει θετικό αποτέλεσμα, καθώς ένα μικρό τμήμα του Ελληνισμού απελευθερώθηκε, δημιουργώντας το πρώτο Ελληνικό κράτος μετά το Βυζάντιο. Η σημασία της λοιπόν είναι τεράστια, καθώς μετά απ’ αυτήν αρκετοί Έλληνες είχαν πια μια χώρα που διαφέντευαν, ενώ οι υπόδουλοι είχαν κάπου να προσβλέπουν.

Αυτό είναι σαφές κι από την αλλαγή του προτάγματος σε όλες τις επαναστατικές ενέργειες του Ελληνισμού μετά από το 1830: Το «Ελευθερία ή Θάνατος« δεν αρκεί, η Ελευθερία δε νοείται παρά μόνο ως Ένωση με το ελλαδικό κράτος. «Ένωση ή Θάνατος» λοιπόν από κει και πέρα, είτε πρόκειται για τα Επτάνησα, την Κρήτη ή την Κύπρο.

Η Κρήτη βέβαια, δε θα έπρεπε κανονικά να περιμένει 90 χρόνια ακόμα για να πανηγυρίσει την Ελευθερία της. Τόσο το προ του 1821 παρελθόν της, όσο και η λυσσώδης συμμετοχή της στην επανάσταση που οδήγησε στη δημιουργία του Ελλαδικού κράτους, της έδιδαν κάθε δικαίωμα να είναι κι αυτή μέσα στα όριά του.

Η Κρήτη ήταν από τις περιοχές που αποκόπηκαν από τον εθνικό κορμό πολύ νωρίς, όταν το 1204 παραχωρήθηκε στους Ενετούς. Για να έχομε κάποιο μέτρο σύγκρισης, η Καππαδοκία ήταν τότε ήδη υπόδουλη, η Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας κρατούσε ελεύθερο τον Πόντο, το Δεσποτάτο της Ηπείρου περιλάμβανε ολόκληρη την Ήπειρο και εδάφη βόρεια και νότια αυτής και η Αυτοκρατορία της Νίκαιας δρούσε ως απευθείας κληρονόμος της Κωνσταντινούπολης και ήταν αυτή που την ανέκτησε.

Η Κρήτη δεν ησύχασε στους εφτά αιώνες της Ενετικής και Τουρκικής σκλαβιάς. Ακόμα κι όταν χάθηκε, το 1453, η κρατική υπόσταση του Ελληνισμού στην Κωνσταντινούπολη, η αντίσταση συνεχίστηκε στο πεδίο της ταυτότητας και του πνεύματος, αλλά υπήρξαν κι ένοπλες απόπειρες, όπως η επανάσταση του Κανδανολέοντος.

Εικοσιεπτά επαναστάσεις μετρά η Κρήτη κατά των Ενετών και περισσότερα τοπικά κινήματα αντίστασης, με κορυφαία ίσως στιγμή την εξέγερση του Αγ. Τίτου τον 14ο αιώνα, όπου μια συμμαχία του ντόπιου πληθυσμού με τους Ενετικής καταγωγής κατοίκους κατέλυσε τις ενετικές αρχές και ίδρυσε ανεξάρτητο κράτος με το ορθόδοξο δόγμα ως επίσημη θρησκεία, «την ιεροτάτην των ιθαγενών γραικικήν», όπως ανέφερε η διακήρυξη της επανάστασης.

Μετά την Άλωση, η συνομωσία του Σήφη Βλαστού, που προδόθηκε και δεν εξελίχθηκε σε επανάσταση, δείχνει την επιθυμία των συνομωτών ώστε η Κρήτη, που ήταν πια η μόνη ελληνική περιοχή με συμπαγή ελληνικό πληθυσμό, μπολιασμένο και από πρόσφυγες από την Πόλη, να καταστεί διάδοχο Βυζαντινό κράτος.

Η Κρήτη συμμετέχει, με τα Σφακιά, στα Ορλωφικά, την πανελλήνια επανάσταση του 1770, ενώ πληθώρα Κρητικών μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία. Και το Μάιο του 21 στη Θυμιανή Παναγία Κομητάδων Σφακίων, κήρυξε την επανάσταση, επιδιδόμενη σ’ ένα τιτάνιο αγώνα. Η Κρήτη χρηματοδότησε η ίδια τον Αγώνα με σημαντική συνεισφορά της εκκλησίας, καθώς δεν έφτασαν εκεί τα ξένα δάνεια. Στον εμφύλιο δε συμμετείχε, και  μέχρι τέλους αγωνίστηκε με αμείωτη ενέργεια για μιαν απελευθέρωση που δεν ήρθε. Στο πρωτόκολλο του Λονδίνου του Φεβρουαρίου 1830, αναφέρεται πως ότι «Αι σύμμαχοι δυνάμεις δεν δύνανται να αποδεχθώσι το δίκαιον της μεσολαβήσεως του άρχοντος της Ελλάδος ηγεμόνος ως προς τον τρόπον με τον οποίον μετέρχεται η Τουρκική Κυβέρνησις την εξουσίαν της εις την Κρήτην και την Σάμον. Αι νήσοι ταύται πρέπει να μένωσιν υπό την κυριότητα της Πόρτας και να είναι ανεξάρτητοι από την νέαν Δύναμιν ήτις συνεφωνήθη να συστηθή εν τη Ελλάδι».

Η απογοήτευση των Κρητών με αυτή την εξέλιξη πυροδότησε διαρκείς επαναστάσεις κατά το 19ο αιώνα, με αναθεωρημένο στόχο την επανένωση με τον ελεύθερο εθνικό κορμό. Σχεδόν ανά δέκα χρόνια οι Κρήτες ξεσηκώνονται, ενώ και ως «Αυτόνομος Πολιτεία» τον 20ο αιώνα συνέχισαν να εξεγείρονται για την Ένωση, και εξήγαγαν την επανάσταση στη Μακεδονία κι άλλες υπόδουλες περιοχές, πριν ακόμα ενωθούν με την Ελλάδα.

Η Κρήτη λοιπόν, συμπυκνώνει το επαναστατικό όραμα του σκλαβωμένου Ελληνισμού, το οποίο έφερε στα άκρα με πράξεις ηρωισμού, αντίστασης, αυτοθυσίας. Και μας θυμίζει πως η επέτειος των 200 χρόνων από την Επανάσταση δεν πρέπει να λειτουργεί εφησυχαστικά, ούτε να περιορίζεται σε μιαν αντίληψη περί τετρακοσίων χρόνων δουλείας, αφού για πολλές περιοχές η σκλαβιά κράτησε περισσότερο -και για κάποιες κρατάει ακόμα. Το παράδειγμα της Κρήτης μας δείχνει ακόμα πως η επέτειος προσφέρεται για αναστοχασμό και εγρήγορση, πως τίποτα δεν είναι δεδομένο, και πως οι διαρκείς τουρκικές αμφισβητήσεις πρέπει να έχουν τις ίδιες απαντήσεις που η ιστορική μας εμπειρία και πνεύμα αντίστασης έχουν δώσει από πολύ πιο δύσκολες εποχές…

22 Φεβρουαρίου, 2021 Posted by | Κείμενα για την Κρήτη, ΣΦΑΚΙΑ | , , , , | Σχολιάστε

ΤΟΥΡΚΙΑ: ΔΥΟ ΒΗΜΑΤΑ ΠΙΣΩ Η ΕΝΑ ΒΗΜΑ ΜΠΡΟΣΤΑ;

Η ελληνική πολιτική φαίνεται επιτέλους να έχει συνειδητοποιήσει ότι ο κατευνασμός ως μέσο αντιμετώπισης της Τουρκίας έχει αποτύχει· αυτό, δυστυχώς, δεν οφείλεται στην οξυδέρκεια του πολιτικού μας προσωπικού…

Η απότομη προσγείωση των ελίτ της πατρίδας μας στην πραγματικότητα, αποτελεί συνέπεια της επιθετικής πολιτικής του Ερντογάν, που, πέραν των διαχρονικών τουρκικών προθέσεων και αναβάθμισης της γείτονος, μπόρεσε να εκδηλωθεί και λόγω της εγκατάλειψης της άμυνας της χώρας, της διπλωματικής της οπισθοχώρησης σε όλα τα πεδία και της απαξίωσής της γενικά μέσα από πολιτικές εξάρτησης και άρνησης άσκησης πολιτικής με βάση τα συμφέροντά της.

Η πρόσκρουση της κυβέρνησης στην πραγματικότητα του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου επήλθε μόνο επειδή δε μπορούσε πλέον να παριστάνει πως δε βλέπει τί γίνεται. Οι προηγούμενες νόμιζαν πως είχαν αυτή την πολυτέλεια, και απλά προετοίμασαν την αποσάθρωση του εδάφους στο οποίο βρέθηκε η σημερινή, και το οποίο υποχωρεί κάτω από τα πόδια της, συμπαρασύροντας και όλο το λαό.

Δε θα επαναλάβομε εδώ αναλύσεις που έχουν ήδη καλύψει το θέμα, για την Τουρκική επεκτατικότητα σε όλη τη μεθόριο, χερσαία και θαλάσσια, από την Θράκη μέχρι την πράσινη γραμμή, για την εργαλειοποίηση ενός υπαρκτού ρεύματος οικονομικής μετανάστευσης αλλά και τη δημιουργία εκ του μηδενός τέτοιου με στόχο την αλλοίωση του πληθυσμού της πατρίδας μας. Θα θεωρήσομε επίσης αυτονόητη και δεδομένη τη νεοοθωμανική στάση της Τουρκίας και την επεκτατική της πολιτική σε μια τεράστια ακτίνα γύρω από την επικράτειά της προς όλα τα αζιμούθια. Και θα αποπειραθούμε να διερευνήσομε τρόπους ανάσχεσης της τουρκικής πλημμυρίδας.

Η κατάσταση, ακριβώς επειδή είναι τόσο αρνητική παντού, επιτρέπει και επιβάλλει αντιδράσεις σε πολλαπλά επίπεδα, κάποιες από τις οποίες θα παραθέσομε επιγραμματικά εδώ. Συνοπτικά, ενέργειες πρέπει να αναληφθούν στο εσωτερικό της χώρας, στο εξωτερικό, και στο εσωτερικό της Τουρκίας. Ενέργειες που θα επηρεάζουν άμεσα ή έμμεσα τους συσχετισμούς μεταξύ της χώρας μας και της Τουρκίας.

Στο εσωτερικό πεδίο, είναι σαφές πως η δυσχερής θέση της Ελλάδας έχει πολλαπλές αιτίες με κοινή βάση την παρασιτική δομή της. Η οικονομία είναι παραγωγική αθροιστικά στον πρωτογενή και δευτερογενή τομέα σε ποσοστό κατώτερο του 20% του ΑΕΠ, ενώ οι υπηρεσίες με πρώτο τον τουρισμό κυριαρχούν. Αυτό και μόνο εμποδίζει την υλοποίηση αυτόνομης πολιτικής. Ένα σχέδιο παραγωγικής ανασυγκρότησης θα έπρεπε να συγκρουστεί με παθογένειες, με τον παρασιτισμό, να στοχεύσει στην τεχνολογική αναβάθμιση και στην επένδυση σε εξοπλισμό. Αυτά θα κληθούν να τα υλοποιήσουν νέοι που όλο και λιγοστεύουν μέσα από μια δημογραφική κατάρρευση που καθιστά ορατή την εξάλειψή μας ως λαού σε μερικά χρόνια. Και θα πρέπει να γίνουν σε έναν κοινωνικό ιστό ασφαλή και ομονοούντα, όχι διαλυμένο από τη λαθρομετανάστευση ούτε απειλούμενο από την τουρκική επέλαση.

Αυτά προϋποθέτουν ένα κράτος με όραμα, που ταυτίζεται με το λαό που διοικεί και δεν τον καταδυναστεύει. Άρα, με μιαν εθνική ιδεολογία απεξάρτησης και συγκρότησης ενός συμπαγούς εσωτερικού μετώπου που θα στοχεύει στη συνέχεια και στην εμπέδωση της παρουσίας του λαού μας στα εσωτερικά και διεθνή δρώμενα.

Η ανάγκη για ενδογενή παραγωγική ανασυγκρότηση μπορεί να δέσει και με το στόχο της κατά το δυνατόν αμυντικής αυτονομίας της χώρας. Μέσα από συμπαραγωγές οπλικών συστημάτων, μεταφοράς και δημιουργίας τεχνογνωσίας, επένδυσης στην ψηφιακή τεχνολογία, ανάπτυξης αυτόνομης τεχνολογίας όπου τούτο είναι εφικτό, μεγαλώνουμε την αυτάρκειά μας, εφαρμόζομε τη γνώση αυτή σε όλη την οικονομία, στηριζόμαστε στην επινοητικότητα του έμψυχου δυναμικού μας, δίδουμε όραμα και πίστη για το μέλλον, δημιουργούμε υψηλής ειδίκευσης θέσεις εργασίας και παράγομε πλούτο για το λαό και την πατρίδα.

Και για να υλοποιηθούν αυτά, απαιτείται έμψυχο δυναμικό, το οποίο αυτή τη στιγμή λείπει, είτε γιατί έχει εξωθηθεί στη μετανάστευση είτε λόγω της δημογραφικής κατάρρευσης της χώρας. Η δημιουργία θέσεων εργασίας υψηλής εξειδίκευσης θα φέρει πίσω τους ξενιτεμένους νέους. Και η επανάκτηση οράματος, σε συνδυασμό με συγκεκριμένη δημογραφική πολιτική, θα αντιστρέψει τη μείωση των γεννήσεων. Παράλληλα, η έμφαση στην ειδικευμένη εργασία και η επένδυση σε εξοπλισμό, θα μειώσει και την ανάγκη για ανειδίκευτη μαύρη εργασία· κι αυτό είναι μια παράμετρος, συχνά υποτιμούμενη, που θα μειώσει και την ανάγκη χρησιμοποίησης λαθρομεταναστευτικών πληθυσμών στο επίπεδο της κοινωνίας, παράλληλα με μια σοβαρή πολιτική αποτροπής του φαινομένου, η οποία θα συμβάλει στην αποκατάσταση της συνοχής της κοινωνίας.

Παράλληλα, οφείλει να ελέγξει απολύτως τη δράση της Τουρκίας στη Θράκη και εσχάτως στα Δωδεκάνησα. Η μειονότητα η ίδια καταπιέζεται από το προξενείο με την ανοχή της Ελλάδας, και οφείλει το κράτος να τη στηρίξει. Μια μειονότητα ελεύθερη από την Τουρκική καταπίεση μπορεί να λειτουργήσει και ως γέφυρα προς το μουσουλμανικό κόσμο, ενώ τώρα εμφανίζεται ως καταπιεζόμενη μέσα από την Τουρκική εκμετάλλευση του θέματος με απούσα την Ελλάδα και φιμωμένη ή χειραγωγούμενη τη μειονότητα.

Τα παραπάνω λειτουργούν προς την ενίσχυση της χώρας έναντι της Τουρκίας, άμεσα και έμμεσα, αναβαθμίζοντάς την σε μια σειρά από τομείς. Αυτό είναι απαραίτητο, γιατί ένας οργανισμός πρέπει να είναι συνολικά υγιής για να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις που του θέτει η πραγματικότητα.

Κι αν στο εσωτερικό πρέπει να ενδυναμωθεί η άμυνα, η παραγωγικότητα, η δημογραφία και η συνοχή του κοινωνικού ιστού, στον εξωτερικό περίγυρο η δουλειά που μας περιμένει δεν είναι λιγότερη: Η χώρα πρέπει να θωρακιστεί απέναντι στις απειλές και να σπάσει την περικύκλωση που επιχειρεί να της επιβάλει η Τουρκία. Καλείται λοιπόν να κινηθεί πολυδιάστατα.

Στην ΕΕ, πρέπει να καταστεί, μαζί με την ιδιαίτερου ειδικού βάρους Γαλλία, κινητήριος δύναμη ενός αντιγερμανικού-αντιτουρκικού πόλου. Η Γαλλία, η Αυστρία, και εσχάτως η Ολλανδία, Σλοβενία, Βέλγιο, Σλοβακία, Ιρλανδία, είναι χώρες που αντιλαμβάνονται τους κινδύνους που η Τουρκία αντιπροσωπεύει και αποτελούν, μαζί με την Ελλάδα και την Κύπρο ένα πυρήνα υπολογίσιμο μέσα στην ΕΕ, που σπάει τη γερμανική μονοκρατορία και έχει την προοπτική να συσπειρώσει κι άλλες χώρες, δυσχεραίνοντας τα σχέδια της Τουρκίας να επιβάλει τετελεσμένα.

Στη Μεσόγειο, πρέπει να εμβαθύνομε τη συμμαχία με τη Γαλλία και να κινηθούμε πιο ενεργά στη σύμπηξη ενός αντιτουρκικού τόξου με εκείνη, την Αίγυπτο, τα Εμιράτα, τη Σαουδική Αραβία, το Ισραήλ, τη Συρία, τη Λιβύη του Χαφτάρ, την Κύπρο. Προοπτικά, θα πρέπει να εκτείνεται το τόξο αυτό μέχρι την Ινδία, την Αρμενία και άλλες χώρες του μουσουλμανικού κόσμου που βρίσκονται σε σύγκρουση με την Τουρκία. Η συμμαχία αυτή θα μπορεί να λάβει πολυεπίπεδα χαρακτηριστικά, από προμήθειες εξοπλισμού μέχρι αμοιβαία συνδρομή σε περίπτωση επίθεσης.

Συγχρόνως, οφείλομε να εγκαταλείψομε τη φοβική στάση μας στο θέμα της ανακήρυξης χωρικών υδάτων στα 12 μίλια. Η ενέργεια αυτή θα λύσει αυτόματα τα ζητήματα κυριαρχίας και εκμετάλλευσης στο Αιγαίο, ακόμα κι αν δεν οριοθετηθεί ΑΟΖ.

ΑΟΖ όμως επιβάλλεται να οριοθετηθεί με την Κύπρο, καθώς οφείλομε να έχομε στην πράξη έναν ενιαίο χώρο με το άλλο ελληνικό κράτος, και να λειτουργούμε εν τοις πράγμασι σαν μια οντότητα. Αυτό επηρεάζει και τις εξοπλιστικές μας επιλογές, οι οποίες θα μπορούν να γίνονται και με τη συνδρομή της Κύπρου. Η οριοθέτηση ΑΟΖ με την Κύπρο και η ολοκλήρωση της οριοθέτησης με την Αίγυπτο, βάζει ταφόπλακα στη Γαλάζια Πατρίδα και καθιστά Ελλάδα και Κύπρο όμορες και την Ανατολική Μεσόγειο λίμνη ειρήνης και συνεργασίας μεταξύ των χωρών της περιοχής.

Στο αμυντικό επίπεδο, η όποια πρόκληση της Τουρκίας θα πρέπει να μη μείνει αναπάντητη· εδώ χρειάζεται να αναθεωρήσομε και τις κόκκινες(;) γραμμές της χώρας, που σε καμιά περίπτωση δε μπορεί να είναι τα 6 μίλια που είδαμε στις πρόσφατες προκλήσεις και που στην πράξη επέτρεψαν στην Τουρκία να αμφισβητήσει την υφαλοκρηπίδα μας και να εφαρμόσει τη γαλάζια πατρίδα. Αποτροπή σημαίνει ότι είμαστε έτοιμοι για σύγκρουση για να προασπίσομε τα δίκαιά μας.

Αναδιατάσσοντας τη χώρα στη διεθνή και περιφερειακή σκακιέρα, η καταγγελία της Συμφωνίας των Πρεσπών και η άσκηση πολιτικής μαλακής ισχύος στα Βαλκάνια, είναι κινήσεις που ξεπλένουν το άγος της προδοσίας της Μακεδονίας και συντελούν στο να λαμβάνεται υπ’ όψη η Ελλάδα στους σχεδιασμούς των γειτονικών και μη χωρών. Η ακηδεμόνευτη στάση της Βουλγαρίας στο θέμα της εισδοχής των Σκοπίων στην ΕΕ, εκτός του ότι μετέθεσε για αργότερα ένα γεγονός που θα μας φέρει σε δύσκολη  θέση, καθώς δεν πρόκειται τα Σκόπια να δείξουν καμιάν αλληλεγγύη στην Ελλάδα και την Κύπρο απέναντι στην Τουρκία, γελοιοποίησε το προδοτικό τόξο των ψηφισάντων αφενός και των μη ψηφισάντων αλλά ήδη ανεχομένων το ξεπούλημα της Μακεδονίας.

Μια σοβαρή βαλκανική πολιτική θα υποχρέωνε και την Αλβανία να συνεργαστεί, θα οριοθετούσε ΑΟΖ και με αυτήν και θα στήριζε τα δικαιώματα του Βορειοηπειρωτικού Ελληνισμού.

Ανεξάρτητα από τα παραπάνω, στις διεθνείς σχέσεις μετράει και ο ρεαλισμός του ποιόν υποχρεούνται τα κράτη να λαμβάνουν υπ’ όψη κατά τους σχεδιασμούς τους, είτε είναι φίλος είτε εχθρός. Η Τουρκία το έχει αντιληφθεί αυτό και λειτουργεί προβάλλοντας, πέρα από την ισχύ της, και το μέγεθός της σε τέσσερα επίπεδα: Το πληθυσμιακό, το γεωγραφικό (που αφορά τόσο τη θέση της όσο και την έκτασή της), το υπερεθνικό σε δύο επίπεδα, ως ηγέτιδα δυνητικά δύναμη του τουρκικού από τη μια αλλά και του μουσουλμανικού κόσμου εν γένει από την άλλη.

Αυτή την παράμετρο οφείλει η ελληνική πολιτική να την εξετάσει με μεγάλη προσοχή. Γιατί ένα τέτοιο μέγεθος δίπλα της θα αναγκάζει τους πάντες να το υπολογίζουν. Πρέπει λοιπόν να υπάρξει επεξεργασμένο σχέδιο συρρίκνωσης των μεγεθών αυτών της Τουρκίας κι εκμετάλλευσης των αδυναμιών της. Ήδη, στο χώρο του Ισλάμ, βρίσκεται σε αντίθεση με τις αραβικές μουσουλμανικές χώρες από τις οποίες διεκδικεί την πρωτοκαθεδρία, ενισχύοντας μάλιστα τον ισλαμισμό και τις εξτρεμιστικές οργανώσεις του.

Σε αυτό το επίπεδο, η συρρίκνωση της Τουρκίας πρέπει να είναι μονόδρομος. Οι προϋποθέσεις υπάρχουν, καθώς οι λαοί στο εσωτερικό της βρίσκονται σε αντιπαράθεση μεταξύ τους, με κυρίαρχη αλλά όχι μόνη αυτήν μεταξύ Κούρδων και Τουρκίας. Οι Αλεβίτες και οι εξισλαμισμένοι πληθυσμοί που διατηρούν τη συνείδηση της καταγωγής τους ακόμα κι αν είναι πια συνειδητοί Μωαμεθανοί, οι μουσουλμανικές μειονότητες που πιέζονται να εκτουρκιστούν, τελούν υπό καθεστώς εν δυνάμει εξέγερσης και αποτελούν βραδυφλεγή βόμβα στα θεμέλια της Τουρκίας. Συγχρόνως η αντίθεση μεταξύ κοσμικών-κεμαλικών παραλίων και ερντογανικής-ισλαμικής ενδοχώρας, λειτουργεί παράλληλα με τις άλλες αντιθέσεις και προσθέτει μιαν ακόμα διαίρεση. Έτσι, μια πολιτική αποσταθεροποίησης και δημιουργίας εσωτερικών προβλημάτων στην Τουρκία θα την υποχρεώσει να αφιερώσει δυνάμεις και ενέργεια στο να τα καταστείλει, ενώ η εμφύλια αντιπαράθεση θα αδυνατίσει τη θέση της και θα αναγκάσει τις άλλες χώρες να εκδηλώσουν προτιμήσεις σε κάποιαν από τις αντικρουόμενες δυνάμεις. Ο διαμελισμός θα προβάλει σαν προοπτική όσο εμπεδώνεται μια μονιμότητα σε τέτοιες αντιθέσεις. Κι αυτό θα μειώσει τη σημασία της Τουρκίας τόσο ως αυτόνομου παίχτη, όσο και ως μέρους μιας ευρύτερης συνομάδωσης χωρών. Μια μικρή Τουρκία δε θα μπορεί να διεκδικεί την ηγεσία των Τουρκόφωνων χωρών, όταν πια θα υπάρχουν μεγαλύτερες σε έκταση και πληθυσμό. Ούτε θα μπορεί να εμφανίζεται ως νέο Χαλιφάτο στον κόσμο του Ισλάμ, έστω και στο μη αραβικό.   

Αντιλαμβάνεται κανείς ότι τα παραπάνω είναι εφικτά, απαιτούν όμως αλλαγή αμυντικού δόγματος, δόγματος εξωτερικής πολιτικής και παραγωγικού μοντέλου, κι αυτό δεν το έχει μια πολιτική που όταν είναι με την πλάτη στον τοίχο αναγκάζεται να αντισταθεί κι όταν ο κίνδυνος απομακρύνεται τρέχει σε διερευνητικές. Τα παραπάνω απαιτούν και μια μόχλευση που κανείς αυτή τη στιγμή δεν είναι διατεθειμένος να ασκήσει. Επομένως, η Ελλάδα, είτε αυτόνομα, είτε εντός ευρύτερων σχημάτων που έχουν επάλληλες αν όχι ταυτόσημες στοχεύσεις, οφείλει να διευκολύνει τις διαλυτικές τάσεις στο εσωτερικό της Τουρκίας και να ελέγξει κατά το δυνατόν την έκβασή τους. Κι αν αυτά μοιάζουν ευσεβείς πόθοι όταν αναλογιστούμε την εξαρτημένη φύση και τη φοβική στάση των ελληνικών ελίτ, στην πραγματικότητα θα είναι πολύ εύκολα όταν ο λαός αποφασίσει να πάρει τις τύχες του στα χέρια του και να εκφραστεί μέσα από ένα άλλο πολιτικό προσωπικό, πατριωτικό, δημοκρατικό, κοινοτικό.

Καταλήγομε λοιπόν, από όπου και να πιάσομε το ζήτημα, ότι εμείς (αυτή τη στιγμή δεν) κρατούμε την τύχη μας στα χέρια μας κι ότι αν έχομε πολιτική στόχευση, η αντιμετώπιση της Τουρκίας καθίσταται εφικτή. Αυτό βέβαια έχει και την αντίστροφη ανάγνωση: Όσο παραμένομε ενεργούμενα των Αμερικάνων και των Γερμανών, όσο η πολιτική μας υπαγορεύεται από τις πρεσβείες κι όχι από τη λαϊκή βούληση, τόσο θα βυθιζόμαστε σε μια καθοδική σπείρα υποταγής στην Τουρκία και φινλανδοποίησης της πατρίδας μας μέχρι την εξαφάνισή μας ως διακριτό υποκείμενο στο παγκόσμιο γίγνεσθαι. Κι αν μέχρι πρόσφατα μας έπαιρνε να παριστάνομε πως δεν τρέχει τίποτα, πλέον είτε θα αντιστρέψομε την καθοδική κίνηση προς τον Άδη είτε θα αφεθούμε σ’ αυτό τον κατήφορο προς την καταστροφή…

19 Ιανουαρίου, 2021 Posted by | Πολιτική και πολιτισμός | , , , , , | Σχολιάστε

ΠΡΩΤΟΓΕΝΗΣ ΤΟΜΕΑΣ ΚΑΙ ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΗ ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ: ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ;

Συνηθίζομε, όταν μιλούμε για πρωτογενή τομέα, να εννοούμε τη γεωργική, κτηνοτροφική, αλιευτική παραγωγή καθεαυτή και να υπολογίζομε την αξία της για τον παραγωγό στην τιμή που το αγοράζει ο χονδρέμπορος. Αυτό είναι κατ’ αρχήν σωστό. Όμως αφενός αποκρύπτει την προστιθέμενη αξία που μπορεί να έχει σε μια τελική μεταποιημένη μορφή, αφετέρου καταδεικνύει ότι δεν υπάρχει μια τέτοια διαδικασία μεταποίησης στην Ελλάδα στο μέγεθος που θα δικαιολογούσε η παραγόμενη ποσότητα. Σύμφωνα με στοιχεία που παρουσίασε σε άρθρο του το Μάιο 2020 στο αγροτικό περιοδικό Agrenda ο βουλευτής Μ. Λαζαρίδης, o πρωτογενής τομέας ανέρχεται σε 11 δις, ήτοι 5,1% του ΑΕΠ, οι επιδοτήσεις του ανέρχονται σε 2 δις (1% ΑΕΠ) και η μεταποίησή του προϊόντος σε ακόμα 12 δις, δηλαδή 5,2% του ΑΕΠ. Στο ίδιο κείμενο τονίζεται πως τα στοιχεία αυτά είναι διπλάσια του ευρωπαϊκού μέσου όρου αλλά υπολείπονται σημαντικά των αντίστοιχων στοιχείων των χωρών του Ευρωπαϊκού Νότου, που έχουν παρόμοια δομή και προϋποθέσεις με την Ελλάδα.

Αν σκεφτούμε δε ότι το 1970 ο πρωτογενής τομέας ήταν 14% του ΑΕΠ, μπορούμε να δούμε πώς μειώθηκε στη διάρκεια των χρόνων η παραγωγή. Η αύξηση των υπηρεσιών, ιδίως του τουρισμού, δεν επαρκεί για να εξηγήσει τη μείωση αυτή, καθώς παρίσταται η ανάγκη διατροφής περισσότερων ανθρώπων, οπότε μια οικονομία που προσανατολίζεται στην αυτάρκεια θα ζητούσε να καλύψει τέτοιες ανάγκες από την παραγωγή της αυξάνοντάς την. Από την άλλη, από την κρίση και μετά ο πρωτογενής τομέας παρουσίασε αύξηση, αν υπολογίσει κανείς ότι το 2010, έτος έναρξης της κρίσης, η συμβολή του στο ΑΕΠ είχε πέσει στο 4,5% του ΑΕΠ, δηλαδή παρουσίασε αύξηση 0,6%. Βέβαια, αυτό δεν αντανακλά απαραίτητα μιαν ουσιαστική αύξηση, αλλά είναι απόρροια και του ότι παρατηρήθηκε μείωση των υπόλοιπων τομέων της οικονομίας, οπότε το σχετικό μερίδιο της αγροτικής παραγωγής φάνηκε να αυξάνεται σε μια συρρικνωμένη πίτα. Οι ιδιαίτερες συνθήκες της κρίσης οδήγησαν και στην αύξηση του αριθμού αυτών που δηλώνουν κατ’ επάγγελμα αγρότες.

Στον πρωτογενή τομέα έχομε δύο σημεία παθογένειας: Το πρώτο είναι ότι εγκαταλείπεται η παραγωγή, η καλλιέργεια, και τείνει να αντικατασταθεί με εισαγωγές. Το δεύτερο είναι ότι η όποια παραγωγή, προσεγγίζεται στη χύμα εκδοχή της και δεν υπάρχει μια στροφή στην τυποποίηση. Τα δύο λειτουργούν σα φαύλος κύκλος. Η χαμηλή χύμα τιμή καθιστά ασύμφορη την καλλιέργεια (ή την περιορίζει στο ελάχιστο σημείο που θα δικαιολογούσε επιδότηση, η οποία λαμβάνεται συχνά βάσει παραποιημένων μεγεθών και επίσης συχνά δε χρησιμοποιείται για το σκοπό που λαμβάνεται). Η ασύμφορη καλλιέργεια εγκαταλείπεται. Η παραγωγή μειώνεται. Προς κάλυψή της καταφεύγομε στις εισαγωγές, οπότε διογκώνεται το έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο ακόμα και σε τομείς που θα μπορούσε η Ελλάδα να πλησιάσει την αυτάρκεια. Αυτό οδηγεί και σε μείωση του πρωτογενούς τομέα, και σε μειωμένη απόδοση στους απασχολούμενους σε αυτόν. Το παρακάτω διάγραμμα δείχνει την απόδοσή του ανά εργαζόμενο ως τη χαμηλότερη διαχρονικά στην Ελληνική οικονομία.

(Πηγή: άρθρο του Περικλή Γκόγα, Αναπληρωτή Καθηγητή Οικονομικής Ανάλυσης και Διεθνών Οικονομικών, Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, 26/10/2017, δημοσιευμένο στη Huffington Post)

Σημαίνει αυτό πως ο πρωτογενής τομέας είναι μη προσοδοφόρος; Ας δούμε μιαν υπόθεση εργασίας με οδηγό το λάδι στον κατωτέρω πίνακα (από την ιστοσελίδα ypaithros.gr, Έρευνα ελαιόλαδο: Με δυσκολίες αλλά και ευκαιρίες εξελίσσεται η αγορά ελαιοκομικών προϊόντων, Γ. Τσιφόρος, 13.5.2020):

Χώρες προορισμούΑξία (χιλ.ευρώ)Ποσότητα (τόνοι)Μέση τιμή (€/κιλό)
Ιταλία107.81139.9442,70
Γερμανία47.2159.9394,75
ΗΠΑ35.6178.6614,11
Αυστρία13.0672.4995,23
Γαλλία6.6981.3624,92
Καναδάς6.4401.7153,76
Ην. Βασίλειο6.2931.5084,17
Ελβετία5.1258526,02
Κύπρος4.7441.4323,31
Σ. Βέλγιο4.5609354,88
Πολωνία3.9767325,43
Ιαπωνία3.6476955,25
Αυστραλία3.3759293,63
Ολλανδία2.6775345,01
Τσεχία2.3675084,56
Σουηδία2.3565364,40
Ισπανία2.0286513,12
Ουκρανία1.9643795,18
Ην. Αρ. Εμιράτα1.9494953,94
Νορβηγία1.8913096,12
Λοιπές26.6325.3894,52
Σύνολο290.43280.5043,61

Από παραγωγή 80.000 τόνων εξαιρετικού παρθένου ελαιολάδου που εξήχθη το 2019, εξαγάγαμε στην Ιταλία χύμα το μισό, ήτοι 40.000 τόνους, σε τιμή 2,70€/λίτρο. Αν το 2,70 είναι η τιμή που εισπράττει ο χονδρέμπορος, ο παραγωγός εισέπραξε ακόμα λιγότερο. Δυστυχώς, η συζήτηση για το λάδι σε επίπεδο παραγωγών γίνεται στο επίπεδο αυτών των τιμών, κι αν ξεπεράσει τα 2,50€ ο παραγωγός είναι ευχαριστημένος, πράγμα που δείχνει πόσο χαμηλά έχει τεθεί ο πήχυς. Το παράδειγμα της Ιταλίας θα μας δείξει έναν άλλο δρόμο. Η Ιταλία είναι η μεγαλύτερη εξαγωγός χώρα ελαιολάδου στον κόσμο. Συγχρόνως είναι και η μεγαλύτερη εισαγωγός, δηλαδή η παραγωγή της δεν αρκεί για να καλύψει την πελατεία της και εισάγει από τρίτες ελαιοπαραγωγούς χώρες προϊόν, το οποίο τυποποιεί και πωλεί σαν ιταλικό. Οι τιμές εκεί ξεπερνούν σταθερά τα 12$/λίτρο, φτάνοντας και πάνω από τα 64$/λίτρο (ενδεικτικά https://www.olioandolive.com/italian_extra_virgin_olive_oil_s/1826.htm, https://www.insicilia.com/en/171-sale-italian-extra-virgin-olive-oil). Σ’ αυτή την υπεραξία συντελούν μια σειρά κλάδοι, καθώς η τυποποίηση ανεβάζει θεαματικά την αξία του προϊόντος, την οποία καρπώνεται η χώρα που τυποποιεί κι όχι η παραγωγός, αποτελεί όμως παράδειγμα του τί πρέπει να γίνει στη χώρα μας. Την υπεραξία δημιουργούν και μοιράζονται μια σειρά επαγγελματίες που εμπλέκονται στην αλυσίδα αυτήν, όπως ο γραφίστας που θα φτιάξει το λογότυπο, ο κατασκευαστής της φιάλης ή άλλης συσκευασίας, ο εμφιαλωτής, ο ετικετάς που θα κολλήσει τη γραφική παράσταση και τα διατροφικά στοιχεία στη συσκευασία, ο διαφημιστής κλπ και απομένει ένα σημαντικό περιθώριο κέρδους για τον παραγωγό που τυποποιεί. Δεν αποτελεί προϋπόθεση για μια χώρα που τυποποιεί/μεταποιεί να είναι και παραγωγός, κι αυτό μπορούμε να το αποτιμήσουμε επαρκώς αν σκεφτούμε πόσες φυτείες κακάο υπάρχουν στην Ελβετία ή το Βέλγιο, τις κατεξοχήν χώρες που ελέγχουν την αγορά της σοκολάτας παγκοσμίως!

Ο μονόδρομος λοιπόν για την αγροτική παραγωγή είναι να ελέγξουν οι παραγωγοί την τυποποίηση/μεταποίηση και διάθεση του προϊόντος τους. Το θέμα της τυποποίησης δεν απαιτεί να έχει κάποιος αντίστοιχη εγκατάσταση, που πιθανόν να μη δικαιολογείται από μια μικρή σε ατομικό επίπεδο παραγωγή. Μπορούν βέβαια περισσότεροι, ως συνεταιρισμός ή ως ομάδα παραγωγών να αποκτήσουν εφόσον τα αθροιστικά τους μεγέθη το επιτρέπουν. Μπορεί όμως κάποιος και μόνος του να απευθυνθεί σε τυποποιητήριο τρίτου που θα αναλάβει εργολαβικά την τυποποίηση, με τον παραγωγό να εισφέρει το προϊόν και ενίοτε τον περιέκτη και τον εργολάβο να αναλαμβάνει την πλήρωση του περιέκτη και ενίοτε την επίθεση των ετικετών κλπ.

Το θέμα της διάθεσης είναι υπαρκτό. Όμως μπορούν να ανοίξουν αγορές και με τη διάθεση στους ξένους επισκέπτες της Ελλάδας, οι οποίοι θα συναντήσουν το τυποποιημένο προϊόν εδώ και θα το διαφημίσουν στην πατρίδα τους, και με το άνοιγμα αγορών του εξωτερικού. Το ελληνικό προϊόν του πρωτογενούς τομέα δεν είναι φτηνό και δε μπορεί να ανταγωνιστεί τα φτηνότερα προϊόντα άλλων χωρών, όμως δεν είναι αυτοί οι ανταγωνιστές μας ούτε στοχεύομε στο ίδιο καταναλωτικό κοινό. Τα ελληνικά προϊόντα, πρέπει να εισέρχονται σε νέες αγορές ως πρώτης ποιότητας (premium, delicatessen) και να απευθύνονται σε ένα κοινό που να είναι συνειδητοποιημένο και να διατίθεται να ξοδέψει περισσότερα για μια ποιοτική διατροφή. Υπάρχει πάντα η επιφύλαξη ότι δεν έχουμε τις ποσότητες εκείνες που θα κάλυπταν την ξένη αγορά, ιδίως Κίνα και Ινδία. Όμως δε θα πρέπει να σκεφτόμαστε πως στόχος είναι η κάλυψη ολόκληρης της αγοράς αυτών των χωρών, αλλά ένα μέρος τους μικρό ποσοστιαία αλλά και πάλι ικανό να απορροφήσει την ακριβή και ποιοτικά υπέρτερη παραγωγή μας.

Εδώ βέβαια απαιτείται να υπάρχει μια στήριξη από το κράτος. Υπάρχουν οι εμπορικοί ακόλουθοι στις πρεσβείες μας και το Enterprise Greece, ο πρώην Οργανισμός Προώθησης Εξαγωγών. Υπάρχουν και τα επιμελητήρια που υποδεικνύουν ευκαιρίες για συνεργασία με ξένους οίκους που φτάνουν σε αυτά. Απαιτείται όμως κάτι παραπάνω και από πλευράς Πολιτείας και από πλευράς παραγωγών.

Η Πολιτεία θα πρέπει να μπορεί να προσφέρει μιαν υποδομή με μηδενική γραφειοκρατία και παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών και καθοδήγησης για τον παραγωγό που θέλει να τυποποιήσει, μεταποιήσει, εξαγάγει τα προϊόντα του. Θα πρέπει επίσης να υπάρξει μια συντονισμένη δραστηριότητα που θα καταγράψει μια σειρά από προϊόντα δεκτικά κατοχύρωσης ως ΠΓΕ (Προστατευόμενη Γεωγραφική Ένδειξη), ΠΟΠ (Προστατευόμενη Ονομασία Προέλευσης), ΓΕ (Γεωγραφική Ένδειξη για αλκοολούχα), ΕΠΠΕ (Ειδικά Παραδοσιακά Προϊόντα Εγγυημένα) κλπ. Αυτό από μόνο του κινητοποιεί μια διαδικασία που περιλαμβάνει μεγάλο φάσμα εμπλεκομένων: Την τοπική αυτοδιοίκηση, τις υπηρεσίες του Υπουργείου, τα πανεπιστήμια που θα κληθούν να κάμουν έρευνα ώστε να στοιχειοθετηθεί η κατοχύρωση, τις τοπικές ενώσεις, συνεταιρισμούς και μεμονωμένους παραγωγούς στις εκμεταλλεύσεις και προϊόντα των οποίων θα διενεργηθούν οι έρευνες. Δηλαδή συνδέεται η παραγωγή με τα ΑΕΙ, κινητοποιείται ο διοικητικός μηχανισμός και δημιουργείται ένα υπόστρωμα που προσθέτει αξία στο παραγόμενο προϊόν. Αυτό με τη σειρά του δημιουργεί κίνητρο στον παραγωγό να ασχοληθεί, και οδηγεί σε αύξηση της παραγωγής, του κέρδους του, και μπορεί να αντιστρέψει τη φθίνουσα πορεία της παραγωγικότητας στον πρωτογενή τομέα, να αυξήσει το μερίδιό του στο ΑΕΠ και να αυξήσει και τις συνέργειές του με το δευτερογενή τομέα ώστε και αθροιστικά να κερδίσουν μερίδιο στο ΑΕΠ.

Κι εδώ θα πρέπει να γίνει συνείδηση πως η αξιοποίηση της ψηφιακής τεχνολογίας (από καλλιεργητικές εφαρμογές μέχρι ηλεκτρονικό κατάστημα) και η τυποποίηση είναι μονόδρομος για τον παραγωγό.  Απαιτεί κόπο στο στήσιμό της αλλά εάν υποστεί κάποιος τη βάσανο της διαδικασίας αυτής μια φορά, θα την έχει δρομολογήσει σε μόνιμη βάση. Όπως ήδη αναφέρθηκε, δεν πρόκειται για απλή διαδικασία. Εμπλέκονται οι προαναφερθείσες ειδικότητες κι άλλες ακόμα, τις οποίους πρέπει να συντονίσει ο παραγωγός ή η ομάδα/ένωση/συνεταιρισμός που προχωρά στην τυποποίηση. Σε περίπτωση μεταποίησης, δηλαδή στη δημιουργία νέου προϊόντος του διατροφικού, φαρμακευτικού, κοσμετολογικού κλπ τομέα που θα έχει σα βάση το παραγόμενο προϊόν, περαιτέρω ειδικότητες και φορείς εμπλέκονται, όπως κέντρα ερευνών (ΑΕΙ, Ιδρύματα, εργαστήρια). Φορείς αδειοδοτήσεων χρειάζεται να εμπλακούν από την πλευρά της διοίκησης, δημιουργώντας μια κατάσταση που απαιτεί χρόνο και έξοδα, αλλά και προσωπική ενασχόληση.

Ένας ακόμα ανασταλτικός παράγοντας σε μια τέτοια προσπάθεια, είναι σε αρκετές περιπτώσεις ο ίδιος ο παραγωγός. Ακόμα κι αν έχει ξεπεράσει το στάδιο των επιδοτήσεων ως αυτοσκοπό και τις εντάσσει σε ένα παραγωγικό σχέδιο, έχει συνηθίσει να συναλλάσσεται με το χονδρέμπορο σε βάση χύμα διάθεσης της παραγωγής. Πολλές φορές δεν είναι εξοικειωμένος με το όλο φάσμα των εργασιών που απαιτούνται μέχρι να φτάσει στην τυποποίηση και αποθαρρύνεται είτε στην αρχή, είτε στην πορεία. Βρίσκεται σε μιαν αδράνεια που προκαλεί μια παγιωμένη κατάσταση και τον ξεβολεύει να βγει από αυτήν, ακόμα και αν τα κίνητρα υπάρχουν. Και να ενδιαφέρεται θεωρητικά, όταν έρθει η ώρα της πράξης διστάζει να προχωρήσει. Εδώ θα πρέπει να υπάρξει συνειδητοποίηση, βούληση και ενίοτε συντονισμένη δράση με άλλους παραγωγούς. Και αυτό όμως δημιουργεί επιφυλάξεις, καθώς πέραν ορισμένων φωτεινών εξαιρέσεων, η συλλογική δράση έχει αποκτήσει κακό όνομα, λόγω των αποτυχιών πολλών συνεταιρισμών, ενώ και η συνεννόηση μεταξύ περισσότερων προσκρούει σε εγωισμούς και προσωπικές θεωρήσεις και επιδιώξεις που δε μπορούν να εναρμονιστούν με μια κοινή πορεία.

Σε όλα αυτά δεν υπάρχουν μαγικά ραβδιά που θα μεταμορφώσουν τη Διοίκηση σε αποτελεσματική, οραματική και φιλική στον πολίτη και τους παραγωγούς σε επιχειρηματίες και συνεταιριστές. Χρειάζεται από κάπου να αρχίσει κανείς, κι αυτό θα είναι από μεμονωμένες περιπτώσεις με όραμα και σχέδιο, που θα έχουν άποψη για το πώς θέλουν να κινηθούν και θα μπορέσουν να υλοποιήσουν τα σχέδιά τους με την απαραίτητη υπομονή και επιμονή. Στην πορεία θα αποκτήσουν τις γνώσεις και με τα λάθη που θα κάμουν θα καταλήξουν στο πώς θα διαμορφωθεί η προσπάθειά τους και το τελικό προϊόν. Κι αν μπορούν να συνεννοηθούν με κάποιους ακόμα, μπορούν να φτιάξουν κάτι πιο μεγάλο, κατά προτίμηση σιγά σιγά, με μετρημένα βήματα που το επόμενο θα προέρχεται από τη σταθερότητα και αποδοτικότητα του προηγούμενου. Μια άλλη προσέγγιση θα ήταν βέβαια να πάνε κατευθείαν σε κάτι μεγάλο, πχ Ομάδα παραγωγών ή Συνεταιρισμό, όμως η εμπειρία έχει δείξει πως κάτι που ξεκινά με υψηλούς στόχους αλλά δίχως να έχουν δοκιμαστεί στην πράξη οι σχέσεις και οι συμπεριφορές, αποδυναμώνεται στην πορεία όταν αυτά εκδηλώνονται. Ίσως μια σταδιακή αναβάθμιση της συνεργασίας βάσει των θετικών αποτελεσμάτων του προηγούμενου σταδίου να είναι πιο συμβατή στη νοοτροπία του Έλληνα παραγωγού.

Χρειάζεται ακόμα, μια συλλογική δράση που θα υποκαταστήσει τον αργό και εχθρικό κρατικό μηχανισμό, μέχρι εκεί που είναι αυτό αντικειμενικά αλλά και υποκειμενικά εφικτό. Η δημιουργία ενός δικτύου αλληλοενημέρωσης για κάποια θέματα πχ τυποποίηση, εξαγωγές κλπ μπορεί να υποκαταστήσει την έλλειψη επαρκούς συμβουλευτικής από το κράτος και να δημιουργήσει συνέργειες. Σε πρώτη φάση αυτό θα φαντάζει αναποτελεσματικό καθώς πολύ λίγοι θα εμπλέκονται, όμως η σταδιακή επέκταση του δικτύου και η τεχνογνωσία που θα αποκτάται, αρχικά σε αργό ρυθμό και στη συνέχεια εκθετικά, θα διευκολύνει την πρόσβαση περισσότερων στην αγορά. Η Ελληνική ιδιαιτερότητα του κατακερματισμού του κλήρου και των πολλών μικρών εκμεταλλεύσεων, που καταγράφεται σαν αρνητικό στοιχείο και στην έκθεση Πισσαρίδη, μπορεί εδώ να αντισταθμίσει, μέσα από τις συνέργειες που θα αναπτυχθούν, το μειονέκτημα που της αποδίδεται λόγω αδυναμίας οικονομιών κλίμακος. Και βέβαια οι συνέργειες δεν περιορίζονται στο δίκτυο που προαναφέρθηκε, μπορούν να εξελιχθούν σε συνεργασίες είτε ομοειδών προϊόντων, πχ παραγωγός που δε μπορεί να καλύψει έναν πελάτη να συμπληρώσει ποσότητα μέσω άλλου παραγωγού, είτε ετεροειδών, πχ παραγωγός που έχει πελάτη που αναζητά κι άλλα προϊόντα να υποδείξει τέτοιους παραγωγούς κλπ. Συνέργειες μεταξύ τομέων του πρωτογενούς τομέα μπορούν να λάβουν χώρα ιδίως σε περιπτώσεις μικρού κλήρου, πχ η βόσκηση ζώων σε δενδρώδη καλλιέργεια, όπου τα ζώα βρίσκουν τροφή και συγχρόνως καθαρίζουν το χωράφι από τα χόρτα που φυτρώνουν και το λιπαίνουν με τη κοπριά τους, η απομάκρυνση κοπριάς από υπόστεγο/στάβλο και η εναπόθεσή της σε καλλιέργεια κλπ.

Οι συνέργειες μπορεί να σημαίνουν από κοινού αγορά και εκ περιτροπής χρήση μηχανημάτων που θα ήταν ασύμφορο να αγοράσει καθένας μόνος του. Ξεκινώντας από μικρές ομάδες, και με απαραίτητη προϋπόθεση το σεβασμό και την υπευθυνότητα στη χρήση των μηχανημάτων, μπορεί αυτή η κατάσταση να μεγαλώσει μέχρι την κοινή πια επιχειρηματική δράση. Αλλά κι αν δε φτάσει μέχρι εκεί, πάλι κέρδος θα είναι να φτάσομε σε ένα επίπεδο συνεργασίας μέχρι εκεί που το επιτρέπει η διάθεση και οι στόχοι του καθενός, δίχως δυσαρέσκειες αν τυχόν δεν πάει παραπέρα η σχέση. Μέχρι εκεί που μπορεί θα πρέπει να προχωρά ο καθένας.

Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει στις επιδοτήσεις. Στην Ελλάδα υπάρχει μια στρεβλή χρήση τους, καθώς πολλές βασίζονται σε αναληθή στοιχεία και δε χρησιμοποιούνται για το σκοπό που λαμβάνονται. Επιπλέον, αποφασίζει να ξεκινήσει κάποιος μιαν εκμετάλλευση όχι γιατί είναι αυτή βιώσιμη αλλά γιατί επιδοτείται. Αυτό σημαίνει πως η εκμετάλλευση δε θα προχωρήσει, καθώς συντηρείται στο όριο της επιβίωσής της για να δικαιολογεί την επιδότηση δίχως κάποιο ενδιαφέρον από τον παραγωγό, ενώ θα εγκαταλειφθεί μόλις η επιδότηση σταματήσει. Τούτο συντελεί στη μείωση της παραγωγής. Η πορεία θα πρέπει να είναι αντίστροφη: μια εκμετάλλευση θα πρέπει να ξεκινά εφόσον ο παραγωγός θεωρεί ότι μπορεί να αποδώσει από μόνη της. Εκεί μπορεί να συνδυάσει επιδοτήσεις στοχευμένα που δίδουν πρόσθετη αξία στο προϊόν, που διευκολύνουν την προσπάθεια του παραγωγού, που τον βοηθούν να περάσει και στην τυποποίηση/μεταποίηση. Κι επειδή με τον τρόπο χρήσης τους, οι επιδοτήσεις έχουν βγάλει κακό όνομα, θα πρέπει αυτό να το αντιστρέψομε και να τις δούμε σα μοχλό διευκόλυνσης της προσπάθειάς μας. Αυτό σημαίνει επίσης και συγκεκριμένη πολιτική κεντρικά, ιδίως όταν δίδονται κίνητρα για την εγκατάλειψη κάποιας δραστηριότητας. Θα πρέπει σε τοπικό επίπεδο να κρίνουν οι παραγωγοί εάν όντως πρέπει να αλλάξουν δραστηριότητα με βάση τη δική τους πραγματικότητα κι όχι τις επιταγές του κράτους ή της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Από την άλλη η Πολιτεία οφείλει να έχει κεντρικό σχέδιο για τον πρωτογενή τομέα, που θα εστιάζει στην εφικτή αυτάρκεια και στην εξωστρέφεια. Θα πρέπει να εντοπίσει πού δεν επαρκεί η παραγωγή μας και να στοχεύσει να καλύψει το κενό. Αυτό, στο βαθμό που μειώνει τις εισαγωγές λειτουργεί ως αντίστροφη εξαγωγή και βελτιώνει το εμπορικό ισοζύγιο. Σε προϊόντα όπου υπάρχει κάλυψη της εσωτερικής ζήτησης (συμπεριλαμβανομένης αυτής που ο τουρισμός προκαλεί), θα πρέπει να υπάρχει στοχευμένο σχέδιο για εξαγωγές και διευκόλυνση των παραγωγών που θα θελήσουν να τις πραγματοποιήσουν. Αντί δηλαδή να ψάχνονται οι παραγωγοί, θα πρέπει να υπάρχει έτοιμος ένας οδικός χάρτης από τη Διοίκηση. Κι αν όχι, αυτό το ρόλο θα πρέπει να παίξουν τα δίκτυα που προαναφέραμε.

Βέβαια, συζητώντας για διατροφική αυτάρκεια, θα πρέπει να προβληματιστούμε πάνω στο διατροφικό πρότυπο που έχομε υιοθετήσει ως κοινωνία, με έμφαση στην υπερκατανάλωση κρέατος. Δε θα πρέπει πχ να επιδιώξομε αυτάρκεια που θα τροφοδοτεί ένα κρεατοκεντρικό μοντέλο διατροφής. Πέραν του θέματος υγείας, μια τέτοια αυτάρκεια θα οδηγούσε σε παραγωγή χαμηλής ποιότητας κρέατος, με κτηνοτροφία σταβλισμένη και βασισμένη στις ζωοτροφές. Η στροφή στη μεσογειακή διατροφή, όπως αυτή έχει μελετηθεί και τεκμηριωθεί σε μεσογειακές χώρες, μεταξύ των οποίων και στην πατρίδα μας (και που, παρεμπιπτόντως, σχεδόν κανείς δεν ακολουθεί πια στην Ελλάδα), θα σημάνει πέρα από τη βελτίωση των δεικτών υγείας και μείωση των εισαγωγών κρέατος.

This image has an empty alt attribute; its file name is foto-2-543x361-1.jpg

Η έμφαση στη βιολογική παραγωγή πρέπει να είναι μεταξύ των προτεραιοτήτων. Εδώ υπάρχει αφενός η δυσπιστία των παραγωγών στο οικονομικό αποτέλεσμα και στις καλλιεργητικές μεθόδους, αφετέρου η ανυπαρξία υποδομών από το κράτος, πχ η έλλειψη βιολογικά πιστοποιημένου σφαγείου για βιολογική κτηνοτροφία σε πολλές περιοχές, και η έλλειψη αντίστοιχα βιολογικά πιστοποιημένου τυροκομείου, οδηγεί στο να πωλείται το βιολογικό κρέας και γάλα ως συμβατικά και με αντίστοιχες τιμές, ενώ οι κτηνοτρόφοι καθίστανται εξαρτώμενοι από τις επιδοτήσεις που δίδονται για βιολογική κτηνοτροφία αφού δεν έχουν τον τρόπο να ολοκληρώσουν μια τέτοιαν εκμετάλλευση, και βέβαια όταν οι επιδότηση λήξει θα απουσιάζει το κίνητρο για βιολογική κτηνοτροφία. Η στροφή στη βιολογική παραγωγή οφείλει να είναι στην πρώτη γραμμή της προσπάθειας της Ελλάδας να διαμορφώσει ένα ισχυρό εμπορικό όνομα διεθνώς, αλλά πρέπει να ενταχθεί σε μια συνολική προσπάθεια και σχέδιο. Και εδώ η βραδύτητα του δημοσίου θα πρέπει να υποκατασταθεί από τη λειτουργία των δικτύων, αλλά μόνο ως προς την προπαρασκευή, καθώς οι αδειοδοτήσεις και η δημιουργία υποδομών σε μεγάλο βαθμό εξαρτώνται από τη Διοίκηση. Εδώ φαίνονται και τα όρια μιας προσπάθειας, καθώς και ότι το κράτος πρέπει να γίνει αρωγός κι όχι εμπόδιο στις προσπάθειες των πολιτών του, να είναι οι πολίτες του.

Ο μικρός κλήρος αποτελεί χαρακτηριστικό του ελληνικού πρωτογενούς τομέα. Αν και χαρακτηρίζεται ως μειονέκτημα στην έκθεση Πισσαρίδη, όπως προαναφέρθηκε, αποτελεί μια πραγματικότητα, η οποία πιθανόν με μια πρώτη προσέγγιση να μη φαίνεται οικονομοτεχνικά αποδοτική, πλην όμως έχει ένα ιστορικό βάθος και αποτέλεσε τη ραχοκοκαλιά του κοινοτισμού, της άμεσης δημοκρατίας, της μικρής κοινωνικής ψαλίδας μεταξύ των μελών της κοινωνίας και άρα την ισότιμη συμμετοχή του καθενός στην κοινότητα, ενώ σφυρηλάτησε και την αξία της αλληλεγγύης αφού μέσα από τις συνέργειες αναίρεσε η κοινότητα τις δυσκολίες που ο μικρός κλήρος μπορεί να παρουσιάσει. Σήμερα, η τεχνολογική πρόοδος μπορεί να τεθεί σύμμαχος στη διαχείριση μιας εκμετάλλευσης, ενώ συμμετοχικές πρακτικές θα συντελούσαν σε οικονομίες κλίμακος. Η αξιοποίηση της ψηφιακής τεχνολογίας, η εργολαβική ανάθεση σε τρίτους επί μέρους εργασιών σε περίπτωση που δεν υπάρχει ιδία υποδομή (πχ όργωμα από κάτοχο τρακτέρ, ανάθεση τυποποίησης σε τυποποιητήριο τρίτου κλπ), είναι ακόμα ένας τρόπος διεκπεραίωσης των απαιτούμενων εργασιών δίχως δέσμευση κεφαλαίων και αυξημένο κόστος ανά μονάδα, ενώ η υποστήριξη από τη διοίκηση ή/και δίκτυα πολιτών/παραγωγών θα πρέπει να πλαισιώνει τις προσπάθειες στοχεύοντας σε ένα βέλτιστο αποτέλεσμα.

Το σημείο εκκίνησης για όλα αυτά είναι κοντά στο μηδέν, έχει δηλαδή, για να χρησιμοποιήσουμε μια διατύπωση που ωραιοποιεί τα χάλια μας, «τεράστια περιθώρια βελτίωσης». Στόχος θα πρέπει να είναι να οργανωθεί τόσο καλά σε επίπεδο κρατικό, παραγωγών και συλλογικής προσπάθειας, ώστε να εξαντλήσει όσο γίνεται περισσότερο αυτά τα περιθώρια. Κι αυτό προϋποθέτει και σε αυτό το επίπεδο, να πραγματοποιήσομε μια ρήξη με το σύστημα, με τον παρασιτισμό, με το βολεμένο εαυτό μας. Αλλά αν αποφασίσομε πράγματι αυτή τη στροφή σαν κοινότητα και σαν πρόσωπα, ο πρωτογενής τομέας θα είναι ένας από τους πολλούς που θα επηρεαστούν, οπότε σε μια συνολική προσπάθεια η επί μέρους αλλαγή θα φαντάζει πιο εύκολη.

23 Δεκεμβρίου, 2020 Posted by | Κείμενα για την Κρήτη, Πολιτική και πολιτισμός | , , , , , | Σχολιάστε

ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΗ ΣΥΝΘΗΚΟΛΟΓΗΣΗ…

Με την τουρκική επιθετικότητα σε φάση υλοποίησης πλέον, τα περιθώρια για να κοροΐδευόμαστε μεταξύ μας για τις προθέσεις του ισλαμοφασιστικού γειτονικού κράτους εξαντλήθηκαν. Η κατευναστική πολιτική εξημέρωσης του θηρίου καταρρέει με πάταγο, αφήνοντάς μας μόνους με τον καθρέφτη, δίχως τους παραμορφωτικούς φακούς μιας ιδεοληψίας που πίστευε πως μπορεί να το ρισκάρει με την Τουρκία τείνοντας …κλάδο ελαίας στους γενοκτόνους!
Κάποτε θα πρέπει ν’ απασχολήσει σοβαρά το λαό μας το πώς αρνηθήκαμε να δούμε την πραγματικότητα, απολαμβάνοντας πάνω σε ροζ συννεφάκια μια ψεύτικη ευμάρεια, με όχημα τον «εκσυγχρονισμό» και μιαν αφελή προσέγγιση περί …λαών που δεν έχουν τίποτα να χωρίσουν, παραβλέποντας και τους τουρκικούς σχεδιασμούς και το ότι ο λαός στη γείτονα είναι χωρισμένος σε αυτούς που καταπιέζονται σε συνθήκες χούντας και σε αυτούς που στηρίζουν την επιθετική πολιτική ενάντια στην πατρίδα μας (της Κύπρου συμπεριλαμβανομένης), την Αρμενία, τη Συρία, τη Λιβύη, το Ιράκ, τους Κούρδους κι άλλους, σε έναν κατάλογο που δεν έχει τελειωμό. Αλλά αυτό θα πρέπει να γίνει αφού ασχοληθούμε σοβαρά να αποτρέψουμε τον επερχόμενο εθνικό ακρωτηριασμό. Ας ελπίσομε μόνο να μη γίνει μετά από μια νέα Καταστροφή.
Προς το παρόν οφείλομε να αποκρούσομε την Τουρκική επέλαση. Η οποία ήδη λαμβάνει χώρα, διεκδικώντας εδάφη Ελληνικά, αλλά και εμποδίζοντάς μας να ασκήσομε νόμιμα δικαιώματά μας και να επεκταθούμε με βάση το διεθνές δίκαιο. Κι εκεί χρειαζόμαστε μιαν άλλου τύπου διαχείριση από αυτή που κάνει το κατεστημένο πολιτικό προσωπικό διαχρονικά.
Στο πεδίο της διεκδίκησης ελληνικών γαιών, η Τουρκία κλιμακώνει συνεχώς τη ρητορική της. Έχει εκφράσει στο παρελθόν απαιτήσεις μέχρι και στην Κρήτη, ενώ πλέον ανακάλυψε κυριαρχικά δικαιώματα και στο Καστελόριζο. Κι επειδή είναι σοβαρό κράτος, με σχεδιασμό και στοχεύσεις, θα πρέπει να πάρουμε στα σοβαρά αυτά που λέει και να μην κρυφτούμε ξανά πίσω από το δίκιο μας και τα «αήττητα νομικά όπλα» που επικαλείτο ο Σημίτης στα Ίμια, τα οποία επί εποχής του εγκαταλείψαμε και επί Σύριζα προσάρτησαν κι επίσημα οι Τούρκοι και τα καταχώρησαν στο κτηματολόγιό τους.

Στο πεδίο της απαγόρευσης στην Ελλάδα ν’ ασκήσει τα δικαιώματά της, δεν έχομε μονάχα το Casus Belli για την ανακήρυξη χωρικών υδάτων στα 12 μίλια. Έχομε και την εν τοις πράγμασι επιβολή της Γαλάζιας Πατρίδας, με καταπάτηση της υφαλοκρηπίδας μας και απαγόρευση οριοθέτησης ΑΟΖ με την Κύπρο. Έτσι, οι Τούρκοι αλωνίζουν στο Αιγαίο και δεν επιτρέπουν στους Έλληνες να βγούνε πέρα από τα 6 μίλια. Κι η πολιτική μας ηγεσία παριστάνει πως αντιστέκεται ορίζοντας ως κόκκινη γραμμή τα 6 μίλια των χωρικών μας υδάτων, ενώ στο μεταξύ καταστρέφουν τη ζωή των νησιωτών μας. Οι ψαράδες μας εμποδίζονται να αλιεύσουν όπου πάντα ψάρευαν, στα πέραν των 6 μιλίων διεθνή ύδατα, γιατί τώρα οι Τούρκοι τα θεωρούν ΑΟΖ τους. Και αντί ο στόλος μας να διασφαλίσει το δικαίωμά τους να δουλέψουν, έχει εντολές να κοιτάζει αμέτοχος από τα 6 μίλια!
Οι επιπτώσεις αυτής της κατάστασης είναι και άμεσες και μεσοπρόθεσμες. Στις άμεσες θα πρέπει να συγκαταλεχθούν η αποδοχή, εκ μέρους της κυβέρνησης, της Γαλάζιας Πατρίδας και η παραίτηση από το δικαίωμα επέκτασης των χωρικών υδάτων στα 12 μίλια και οριοθέτησης ΑΟΖ με την Κύπρο. Μεσοπρόθεσμη είναι η επερχόμενη εγκατάλειψη των νησιών από τον πληθυσμό που δε θα μπορεί πια να υποστηρίξει τη ζωή του εκεί οικονομικά, καθώς του απαγορεύεται να δουλέψει. Κι ένα νησί με μειούμενο πληθυσμό, περικυκλωμένο από την Τουρκική Γαλάζια Πατρίδα, είναι θέμα χρόνου πότε θα εγκαταλειφθεί από τους κατοίκους του και θα καταληφθεί από τους γενοκτόνους της Άγκυρας.
Απέναντι σ’ αυτά, η κυβέρνηση δείχνει να μην έχει σχέδιο. Έχει σίγουρα κάποιες θετικές εκλάμψεις, όπως η απόκρουση της δι’ αντιπροσώπων εισβολής στον Έβρο, η (ημι)οριοθέτηση ΑΟΖ με την Αίγυπτο, η συνεννόηση με τη Γαλλία και η σύμπραξη με τα Εμιράτα και τις χώρες του Κόλπου. Εν δυνάμει μπορεί να διαμορφωθεί μια συμμαχία που θα μπορούσε να έχει αποτρεπτικά αποτελέσματα. Όμως…
Οι κινήσεις αυτές μένουν ανολοκλήρωτες. Υποτάσσονται στους σχεδιασμούς της Γερμανικής Ευρώπης και δε γίνεται το κρίσιμο βήμα προς τη χειραφέτησή μας από τον ασφυκτικό αυτόν εναγκαλισμό. Όσο κι αν σε μεγάλο βαθμό η Γερμανία μας ελέγχει οικονομικά, και μόνο το ένστικτο της επιβίωσης θα αρκούσε σε αυτές τις δραματικές στιγμές να θέσει τις προτεραιότητες που πρέπει. Κι όμως αυτό δε γίνεται· αντίθετα, στη σύνοδο κορυφής ο Πρωθυπουργός συναινεί στην Πολυμερή διάσκεψη για την Ανατολική Μεσόγειο, ενώ αμέσως πριν η διπλωματία μας ανακοίνωνε στους εταίρους ότι δε δεχόμαστε κάτι τέτοιο, καθώς η Τουρκία προκαλεί συνεχώς. Για άλλη μια φορά εμφανίζεται το αναξιόπιστο πρόσωπο της Ελλάδας, το οποίο δεν τη γελοιοποιεί μόνο στην Τουρκία και τους Ευρωπαίους υποστηρικτές της, αλλά και στις δυνάμεις εκείνες με τις οποίες υποτίθεται ότι διαμορφώνομε ένα αντιτουρκικό μέτωπο: Πώς θα βασιστεί η Γαλλία σε μιαν Ελλάδα που παλινωδεί, πώς θα τη θεωρήσει σοβαρό εταίρο η Αίγυπτος και τα Εμιράτα; Η ζημιά είναι τεράστια, γιατί και οι εν δυνάμει σύμμαχοι θα αποστασιοποιηθούν και δε θα μπορέσουν να συμπήξουν μιαν αποτρεπτική, για τους δικούς λόγους, συμμαχία, δίχως την Ελλάδα και την Κύπρο. Η Τουρκία και πάλι βγαίνει κερδισμένη, όχι γιατί νικάει η ίδια αλλά γιατί αυτοχειριαζόμαστε εμείς.

Δεν υπάρχει πια δικαιολογία για τη στάση αυτή. Διακυβεύεται η ύπαρξή μας κι εμείς δεν έχομε σχέδιο, μόνο σπασμωδικές αντανακλαστικές κινήσεις που έχουν περιορισμένα περιθώρια και αφήνουν την πρωτοβουλία στην Τουρκία. Αλλά αυτά είναι τα όρια του διαθέσιμου πολιτικού προσωπικού. Για τα δεδομένα του, έχει ήδη υπερβεί τον εαυτό του, όχι γιατί το ήθελε, αλλά γιατί ο Ερντογάν του έχει αφαιρέσει τα προσχήματα. Όμως δε μπορεί να κάμει κάτι παραπάνω…
Μια άλλη πολιτική θα συνειδητοποιούσε ότι η Τουρκία διεξάγει συνεχώς πολέμους: από τη Λιβύη στη Συρία κι από το Αρτσάχ στην Ανατολική Μεσόγειο και το Αιγαίο. Θα καταλάβαινε ότι μπορεί να κατανοήσει μόνο τη γλώσσα της ισχύος. Θα κατανοούσε ότι η σημασία της Τουρκίας και το ότι υποχρεώνει τις άλλες δυνάμεις να τη λαμβάνουν υπ’ όψη τους οφείλεται, εκτός από τη σοβαρή και ανεξάρτητη πολιτική της, και στο μέγεθός της, και θα επεξεργαζόταν στρατηγικές αποσταθεροποίησής της στο εσωτερικό και αποτροπής της στα σύνορα, όχι μόνο της επικράτειας αλλά και της ΑΟΖ που δεν οριοθετούμε.
Μια άλλη πολιτική θα επέκτεινε τα χωρικά ύδατα στα 12 μίλια, θα εξόπλιζε τη χώρα με βάση τις ανάγκες της και όχι τις ανάγκες των εμπόρων όπλων, θα προχωρούσε στην ανάπτυξη αμυντικής βιομηχανίας, θα είχε κιόλας οριοθετήσει ΑΟΖ με την Κύπρο, θα σφυρηλατούσε συμμαχία αμυντική με τη Γαλλία, θα ηγείτο σε μια συνεννόηση των ομόρων της Τουρκίας χωρών, θα υποδαύλιζε τις αντιθέσεις στο εσωτερικό της. Μπορούμε να καλύπτομε σελίδες του τί θα έπρεπε αυτονοήτα να γίνει. Αλλά αυτά χρειάζονται μιαν άλλη θεώρηση των πραγμάτων, μιαν άλλη πολιτική, μια πολιτική με σχεδιασμό και όραμα, με αμυντικό δόγμα αποτροπής, απρόβλεπτη και όχι δεδομένη.
Δυστυχώς ο χρόνος έχει τελειώσει. Με την εκ μέρους μας αποδοχή των τετελεσμένων στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, δεν είμαστε στο παραπέντε αλλά στο και τέταρτο. Ο λαός μας έχει την ευθύνη να επιβάλει μιαν άλλη πολιτική, σε μια πατριωτική δημοκρατική κατεύθυνση, σε μια προσπάθεια να περισωθεί ό,τι μπορεί. Που βέβαια θα κληθεί να την υλοποιήσει πολιτικό προσωπικό το οποίο την ενστερνίζεται…

15 Δεκεμβρίου, 2020 Posted by | Πολιτική και πολιτισμός | , , , , | Σχολιάστε

ΤΟ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΤΙΚΟ ΩΣ ΣΥΜΠΥΚΝΩΣΗ ΤΩΝ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ

Μπορούμε, σε αυτή τη συγκυρία, να μιλούμε ταυτόχρονα για περισσότερα ζητήματα που το καθένα τους και είναι αιχμής, και συνιστά κίνδυνο για το λαό μας, και λειτουργεί ως πολλαπλασιαστής δυσκολίας όταν συνδυάζεται με τα υπόλοιπα προβλήματα που έχουν άμεση επιρροή στη ζωή μας ατομικά αλλά και στην πορεία μας συλλογικά.
Το μεταναστευτικό είναι ένα από αυτά. Έχει ενδιαφέρον να εξετάσομε κάποιες παραμέτρους του, γιατί μέσα από αυτό βλέπομε πώς διαπλέκεται με μια σειρά άλλα ζητήματα που μας απασχολούν.
Πριν προχωρήσομε, να ξεκαθαρίσομε πως το μεταναστευτικό δε θα υπήρχε δίχως τις ΜΚΟ (που το διαχειρίζονται), την Τουρκία (που το δημιουργεί κυριολεκτικά, με φτηνές πτήσεις των Τουρκικών αερογραμμών από τις χώρες προέλευσης και με παροχή ελευθερίας δράσης στα δουλεμπορικά δίκτυα) και τις θεωρίες πολιτικής ορθότητας με τους ντόπιους φορείς τους (που το στηρίζουν ιδεολογικά).


Εξετάζοντας το μεταναστευτικό θα διαπιστώσομε ότι είναι πρωτίστως ζήτημα εθνικής κυριαρχίας. Η (μη) φύλαξη των συνόρων επιτρέπει τις διελεύσεις από στεριά και τις προσεγγίσεις από θάλασσα. Ένα κράτος που δεν είναι σε θέση να ελέγξει ποιος μπαινοβγαίνει στην επικράτειά του είναι κράτος μειωμένης κυριαρχίας. Αυτό επιτείνεται όταν το πολιτικό προσωπικό του κράτους, οι εκλεγμένοι μας εκπρόσωποι, εφαρμόζουν πολιτικές που αγνοούν την ύπαρξη συνόρων: Έχομε ακούσει δηλώσεις ότι δεν υπάρχουν θαλάσσια σύνορα, αντιδράσεις στη θωράκιση του Έβρου, αποδοχή των τετελεσμένων της εισόδου των μεταναστών στη χώρα μας. Κι έχομε δει την κυριαρχία μας να υποχωρεί όταν το ίδιο το κράτος αποσύρεται από τους τομείς ευθύνης του παραχωρώντας τη διαχείρισή τους σε ΜΚΟ που επιβάλλονται στην τοπική κοινωνία και την καταδυναστεύουν, υποκαθιστώντας το κράτος, επιβάλλοντας την προνομιακή μεταχείριση των μεταναστών, διαλύοντας τον κοινωνικό ιστό.


Το μεταναστευτικό καθίσταται μέρος των ελληνοτουρκικών διαφορών, προσθέτοντας έτσι έναν πολλαπλασιαστή ισχύος της Τουρκίας. Η τελευταία το δημιουργεί (και με τη συνεργασία των ΜΚΟ και των ντόπιων φερεφώνων της το υλοποιεί), προσθέτοντας μια Πέμπτη Φάλαγγα στα μετόπισθεν της γραμμής αντιπαράθεσης. Εκεί που οι ΜΚΟ παρουσιάζουν εξαθλιωμένους που χρειάζονται περίθαλψη, στην πραγματικότητα υπάρχουν άνθρωποι που με υποσχέσεις επιδοτούμενης απραξίας γίνονται εργαλείο στα χέρια της Τουρκίας εναντίον μας. Και πρέπει να τονιστεί εδώ πως οι μεταναστευτικοί πληθυσμοί, εδώ και χρόνια, έμπαιναν παράνομα αλλά επιβίωναν μέσα από την εργασία τους (μετανάστες Ανατολικής Ευρώπης κλπ). Τα τελευταία χρόνια, οι εξ Ασίας και Αφρικής αφικνούμενοι, έρχονται με εγγυημένη διαμονή και εισόδημα δίχως καμιά προσπάθεια. Η διάλυση της κοινωνικής συνοχής που προκαλείται στις περιοχές όπου συγκεντρώνονται, εμπεδώνει, μεταξύ άλλων, κι ένα αίσθημα αποξένωσης του λαού από τον τόπο του, σε συνδυασμό με μιαν απέχθεια προς το κράτος του που το θεωρεί συνεργό της πολιτικής αυτής, και επιτείνει τις τάσεις φυγής. Κι όποιος νοιώθει έτσι, έχει μειωμένο κίνητρο να παλέψει για τον τόπο του.


Από τη δράση των ΜΚΟ και τη διαχείριση των μεταναστευτικών δομών επηρεάζεται και ο παραγωγικός τομέας. Όπου δημιουργείται Κέντρο Υποδοχής και Ταυτοποίησης, η τοπική οικονομία συρρικνώνεται. Αυτό γίνεται με την παρεμπόδιση των ντόπιων να κάνουν τις δουλειές τους· το παράδειγμα της Μόριας όπου οι βοσκοί έβλεπαν τα πρόβατά τους να κλέβονται, οι αγρότες τις ελιές τους να καταστρέφονται δίχως να τους προστατεύει κανείς, είναι χαρακτηριστικό. Επιπλέον, η επιμονή σε τρόπους παραγωγής βασισμένους στην ανειδίκευτη εργασία και όχι στην τεχνολογία, δημιουργεί ανάγκη σε ανειδίκευτους εργάτες που μπορεί να την καλύψει ο μεταναστευτικός πληθυσμός. Έτσι, δημιουργούνται πολλές εξαρτήσεις, καθώς ο πληθυσμός τους καταλήγει να είναι πλειοψηφικός κατά περιοχές με αποτέλεσμα την αίσθηση ισχύος και την αποθράσυνσή τους, όπως είδαμε και στο Τυμπάκι. Από την άλλη, οι ντόπιοι, επειδή τους χρειάζονται για τις εργασίες τους, αποδέχονται αυτή την κατάσταση κι ας είναι ορατή η εξέλιξη των πραγμάτων προς το χειρότερο και προς την εμπέδωση μιας μόνιμης κατάστασης ανασφάλειας. Το αντίδοτο σε αυτό θα ήταν η επένδυση στην τεχνολογία και την εξειδίκευση, που θα κάλυπτε τις ανάγκες αυτές με λιγότερο προσωπικό, που κατά περίπτωση θα έπρεπε να έχει και αντίστοιχες σπουδές. Τέλος, το μεταναστευτικό συνιστά μιαν επιχειρηματική και οικονομική δραστηριότητα που καταστρέφει οποιαδήποτε άλλη όπου δραστηριοποιείται. Η διάλυση του κοινωνικού ιστού και της τοπικής οικονομίας επιτείνεται από τη δράση των ΜΚΟ που διοχετεύουν τεράστια κονδύλια στην τοπική κοινωνία για να σταματήσει να είναι τέτοια: ενοικιάσεις κατοικιών για στέγαση μεταναστών, ενοικιάσεις ή αγορές αγρών για δημιουργία δομών που αλλάζουν τη χρήση γης σε βάρος της παραγωγής, είναι παραδείγματα της πρόσφατης και συνεχιζόμενης εμπειρίας που έχομε αποκομίσει στο θέμα αυτό, κυρίως αλλά όχι μόνο στα νησιά του Βορείου Αιγαίου. Έτσι, επιτυγχάνεται μεταστροφή της οικονομικής δραστηριότητας σε παραμεταναστευτικές δραστηριότητες, που δημιουργεί εισόδημα στη θέση αυτού που χάνεται από την κρίση και την κοινωνική διάλυση και υποχώρηση των μέχρι πρότινος δραστηριοτήτων. Εκεί που οι ΜΚΟ μιλούν για τόνωση της οικονομίας μιας κοινωνίας σε κρίση, στην πραγματικότητα υπάρχει αποεπένδυση από τους κατοίκους.
Το δημογραφικό πρόβλημα επιτείνει τις επιπτώσεις της εγκατάστασης μεταναστευτικών πληθυσμών στην πατρίδα μας. Η μείωση του πληθυσμού μέσω της υπογεννητικότητας, αλλά και της μετανάστευσης της νεολαίας μας στο εξωτερικό, δημιουργεί πληθυσμιακό κενό που καλύπτουν οι εισερχόμενοι, και επιτρέπει τη γρήγορη ανατροπή της πληθυσμιακής αναλογίας υπέρ τους. Δεν είναι, δηλαδή, μόνο το ίδιο το γεγονός της μείωσης του πληθυσμού που έτσι κι αλλιώς συνιστά πρόβλημα, αλλά και η βαθμιαία αντικατάσταση των ντόπιων από μετανάστες, που διογκώνει ακόμα περισσότερο το πρόβλημα.


Η Ελλάδα λοιπόν βλέπει στο μεταναστευτικό να αναδεικνύονται όλα όσα την προβληματίζουν, με ευθύνη του πολιτικού προσωπικού και ημών που τους ψηφίζουμε.
Βέβαια, πέρα από τα παραπάνω, υπάρχει εξ αρχής η λάθος κατεύθυνση στις πολιτικές αντιμετώπισης του φαινομένου και χρηματοδότησης δράσεων γι’ αυτό. Πέραν της ενοχικής προσέγγισης της Δύσης λόγω του αποικιακού παρελθόντος της, που καθόλου δεν αφορά εμάς, η λύση δεν είναι να επιδοτείται η έλευση των πληθυσμών αυτών στην Ευρώπη. Είναι να διοχετεύονται τα ποσά αυτά στις χώρες προέλευσης ώστε να δημιουργηθούν πολιτικές και υποδομές που θα κρατούν τους ανθρώπους στην πατρίδα τους και θα ελέγχουν την πληθυσμιακή έκρηξη. Αυτό όμως δε γίνεται, αντίθετα υπάρχει κεντρικός σχεδιασμός με έμπνευση Σόρος και εκτελεστή τους κατά τόπους υπαλλήλους του που στοχεύει στην αντικατάσταση των πληθυσμών. Η αλλαγή της φυσιογνωμίας και του πολιτιστικού υποδείγματος σε μια χώρα λειτουργεί σα ντόμινο και στις άλλες. Επομένως μια πολιτική περιχαράκωσης μιας χώρας (πχ Ουγγαρία) που θα αδιαφορεί τί συμβαίνει στην υπόλοιπη Ευρώπη, δε θα μπορεί να αποδώσει όταν η χώρα θα είναι περικυκλωμένη από περιοχές παραδομένες στις συνέπειες της μετανάστευσης.
Εδώ οφείλομε να αντιδράσομε όλοι οι λαοί της Ευρώπης, με μια μακρόπνοη στρατηγική που θα βλέπει συνολικά και όχι τοπικά το ζήτημα. Δεν είναι λύση για την Ελλάδα η αποσυμφόρηση των νησιών με τη μεταφορά μεταναστών στην ενδοχώρα. Ούτε είναι λύση προοπτικά η μετεγκατάστασή τους στην Ευρώπη με παράλληλη αποσυμφόρηση της Ελλάδας. Αυτά θα τα βρούμε μπροστά μας, και δεν υπάρχει χρόνος για χάσιμο. Απαιτείται μια συνολική πολιτική αντιστροφής των μεταναστευτικών ροών, με τη συνεργασία όλων των λαών της Ευρώπης, ενάντια στο Σόρος, την Τουρκία, τις ΜΚΟ. Αλλιώς, ακόμα κι αν ο λαός επιβάλει μιαν αλλαγή πολιτικής στην Ελλάδα, αυτό που (αν τα καταφέρομε) θα έχομε βγάλει έξω από την πόρτα, θα το δούμε να μπαίνει από το παράθυρο…

10 Νοεμβρίου, 2020 Posted by | Πολιτική και πολιτισμός | , , , | Σχολιάστε

ΠΑΤΡΙΔΑ Η ΘΑΝΑΤΟΣ!

Το 2020 είναι σίγουρα μια χρονιά που επαναπροσδιόρισε άρδην τη στάση μας απέναντι στις καταστάσεις που βιώνουμε και που επέτεινε τη συνειδητοποίηση του λαού σε όλο το φάσμα των προκλήσεων που αντιμετωπίζει η πατρίδα μας.
Κι αν αυτό είναι το καλό νέο, το κακό είναι πως αυτή η συνειδητοποίηση δεν οφείλεται σε εσωτερικές διεργασίες του λαϊκού σώματος· οφείλεται στην παροξυστική πια επεκτατική πολιτική της Τουρκίας, που εξάντλησε κάθε περιθώριο του κατευναστικού μπλοκ να επιμένει να βλέπει την πραγματικότητα μέσα από τους παραμορφωτικούς φακούς των ιδεοληψιών και της υποχωρητικότητας. Το μπλοκ αυτό, μειοψηφικό σαν άποψη και σαν απήχηση αλλά παντοδύναμο επικοινωνιακά, περιλαμβάνει τις ελίτ της χώρας και το πολιτικό κατεστημένο, διαπερνώντας οριζόντια το πολιτικό φάσμα.
Όμως το αποτέλεσμα μετράει: Κι αυτό είναι πως ο μύθος της ανίκητης Τουρκίας κατέρρευσε κατά τη διάρκεια του πολέμου που γίνεται στην Ανατολική Μεσόγειο. Η καραμέλα που για χρόνια πιπίλιζαν πολιτικοί και ΜΜΕ για την ανάγκη συμβιβασμού, δηλαδή εκχώρησης στην Τουρκία της κυριαρχίας μας και συνακόλουθα μετατροπής μας σε δορυφόρο της, έλιωσε στα ζεστά νερά των θαλασσών μας. Και είναι χαρακτηριστικό πως αμέσως πριν την αποτροπή των μεταναστευτικών πληθυσμών που η Τουρκία χρησιμοποίησε σαν άλλους σακκουλιέρηδες* στον Έβρο, τα κόμματα εξουσίας σε …κοινή(!) τους εκδήλωση προπαγάνδιζαν ανοιχτά την προσφυγή στη Χάγη με όρους που εξυπηρετούν τους Τουρκικούς σχεδιασμούς. Η κατάρα αυτού του τόπου είναι πως τα κόμματά του επιδεικνύουν μια ξεχωριστή ομοψυχία όταν πρόκειται να απεμπολήσουν δικαιώματα και σύμβολα, πάντα με μιαν οργουελιανή ρητορική. Το είδαμε πολύ πρόσφατα και στο θέμα των Σκοπίων, το βλέπουμε και στα ελληνοτουρκικά.


Όμως η κατάσταση είναι τόσο κρίσιμη, που ο λαός κατάλαβε πως εδώ παίζεται η ύπαρξή μας. Η συντριβή των ΜΑΤ στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου από τον εξεγερμένο κόσμο έδωσε ένα μήνυμα που η κυβέρνηση έπρεπε να το ακούσει αν ήθελε να μην πέσει, ενώ κατέδειξε πόσο αλληλένδετα είναι όλα τα προβλήματα που ταυτόχρονα αντιμετωπίζομε, όπως εδώ το μεταναστευτικό με τα ελληνοτουρκικά. Και, πιεσμένη από τη λαϊκή οργή, εφάρμοσε μια πολιτική αποτροπής που ούτε πιστεύει, ούτε έχει το στελεχικό δυναμικό να υλοποιήσει: Αντίσταση στον Έβρο, στο Αιγαίο, στην Ανατολική Μεσόγειο. Κι εκεί που πιστεύαμε πως οι Τούρκοι είναι σε θέση να κάνουν περίπατο, είδαμε έκπληκτοι πως η ψυχή του λαού μας μπορεί ακόμα να καλύπτει την υπεροπλία τους. Είδαμε πως μπορούν να φυλαχτούν και τα θαλάσσια σύνορα. Πως μια στάση που για πρώτη φορά δεν ήταν κατευναστική, μας αναβίβασε σε αξιόπιστους συνομιλητές άλλων δυνάμεων που βρίσκονται σε αντιπαλότητα με την Τουρκία αλλά δεν είχαν εμπιστοσύνη να μας προσεγγίσουν: Αίγυπτος, Γαλλία, Αυστρία, Εμιράτα, δημιουργούν πλάι μας και με ίσους όρους συμμαχίες. Η Αυστρία στέλνει δυνάμεις της να μας βοηθήσουν απέναντι στα εποικιστικά σχέδια της Τουρκίας στον Έβρο, η Γαλλία εμφανίζεται αρωγός μας στην Ανατολική Μεσόγειο, στην Ευρωπαϊκή Ένωση σχηματίζονται γύρω μας συμμαχίες απέναντι στον Τουρκικό ιμπεριαλισμό, η Ελλάδα ξαναμπαίνει στο χάρτη των αξιοπρεπών εθνών.
Όμως αυτά έχουν όρια. Τα όρια που οι δεσμεύσεις και ο εθνομηδενισμός του πολιτικού κατεστημένου επιβάλλουν. Δε μπορεί να υπάρξει αποτρεπτική πολιτική με το ΕΛΙΑΜΕΠ να τροφοδοτεί με στελέχη και ιδεολογία τον κρατικό μηχανισμό και με αυτούς που διαδοχικά ασκούν εξουσία να συμμορφώνονται στις επιταγές των ΗΠΑ και της Γερμανίας. Οι φετινές νίκες του λαού μας, επιτεύχθηκαν παρά την αντίθετη βούληση των κυβερνώντων και την ανυπαρξία αντιπολίτευσης στα εθνικά θέματα. Επιτεύχθηκαν γιατί ο λαός επέβαλε τις θέσεις του και όσο η Τουρκία δείχνει τα δόντια της, οι πολιτικοί δεν τολμούν να υποχωρήσουν. Είναι χαρακτηριστικό όμως πως μόλις εκτονωθεί λίγο η κατάσταση, προσφερόμαστε για διάλογο με το μέχρι χτες εισβολέα. Κι αυτό μας στερεί αξιοπιστία και φέρνει από το παράθυρο αυτό που πετάξαμε έξω από την πόρτα.
Δε μπορούμε να συζητούμε για διάλογο με την Τουρκία αν δεν υπάρξει ένα μεγάλο χρονικό διάστημα απουσίας προκλήσεων απέναντι στην Ελλάδα και την Κύπρο. Και η ανοχή που δείχνομε στις παραβιάσεις της ΑΟΖ του δεύτερου ελληνικού κράτους στην περιοχή, ούτε μας τιμά ούτε είναι στρατηγικά ορθή.


Η Τουρκία δεν κρύβεται· δείχνει ανοιχτά ποια είναι. Αυτοί που κρύβονται πίσω από δάχτυλό τους είναι οι ελίτ και τα φερέφωνα των ξένων στην Ελλάδα, αρκετοί, αλλά λιγότεροι από πριν, Ευρωπαίοι, το ΝΑΤΟ. Αλλά αυτοί που συνειδητοποιούν πια είναι όλο και περισσότεροι. Εδώ ελλοχεύει ο κίνδυνος, με μια πολιτική δική μας που θα «κατανοεί» τα συμφέροντα της Γερμανίας, της Αμερικής, της Τουρκίας αλλά όχι της Ελλάδας και της Κύπρου, τα κράτη που συνειδητοποιούν το αναθεωρητικό και γενοκτόνο πρόσωπο της Τουρκίας, να μην αντιδράσουν λόγω της δικής μας υποχωρητικότητας. Μοιραία, τα ελληνικά κράτη, ακρίτες της Ευρώπης, υποχρεούνται να μπουν αυτά μπροστά, ακόμα κι αν δεν έχουν καμιά βοήθεια. Το παράδειγμα των αδελφών μας στο Αρτσάχ και την Αρμενία μας θυμίζει τί είμασταν κάποτε κι εμείς, μας γεμίζει ζήλεια και περίσκεψη για το πώς καταντήσαμε, αλλά μας δείχνει το μόνο δρόμο που υπάρχει. Χώρια που ήδη έχει αποδειχτεί πως η δική μας αντίσταση συσπειρώνει ευρύτατες και πανίσχυρες συμμαχίες απέναντι στην Τουρκία.
Η μηδενική ανοχή στην αμφισβήτηση των δικαιωμάτων μας και η έντονη διπλωματική δραστηριότητα σε συνδυασμό με την αμυντική μας θωράκιση, κατά προτεραιότητα μέσα από δικές μας δυνάμεις (και με αντισταθμιστικά οφέλη και μεταφορά τεχνογνωσίας όπου χρειάζονται εισαγωγές), πρέπει να είναι μονόδρομος σε αυτή τη συγκυρία. Όμως η κυβέρνηση παλινωδεί μεταξύ αντίστασης και διαλόγου, μεταξύ εξαρτήσεων και λαϊκής ώθησης προς την αποτροπή, μεταξύ συμμαχίας με τη Γαλλία και ικανοποίησης των επιθυμιών της Γερμανίας και των ΗΠΑ.
Και πάλι, κάθε μέρα, σε κάθε γωνιά των συνόρων, φαίνεται η γύμνια της κατευναστικής πολιτικής, που ακόμα κι όταν αναγκάζεται να αντισταθεί, το κάνει αντανακλαστικά και δεν έχει ποτέ την πρωτοβουλία των κινήσεων. Δεν είναι δυνατό να εισβάλλει η Τουρκία μέσω των Αζέρων στο Αρτσάχ και η Ελλάδα να κρατά ίσες αποστάσεις. Πέρα από το οφθαλμοφανές στρατηγικά ζήτημα του ότι μια επιτυχία των Τούρκων στο Αρτσάχ θα τους ενισχύσει απέναντί μας, υπάρχει και το θέμα αρχής της συμπαράστασης σε ένα λαό αγωνιζόμενο και γενοκτονημένο από τον ίδιο θύτη με μας.
Η κατακλείδα, που αναδύεται σε κάθε βήμα, σε κάθε οπτική γωνία των καταστάσεων που βιώνουμε, από τα εθνικά μέχρι το μεταναστευτικό κι από την (μη) παραγωγή μέχρι τη δημογραφία, είναι πως υπάρχει αναντιστοιχία μεταξύ του λαϊκού αισθήματος και των πολιτικών, η οποία δεν επιτρέπει να προχωρήσομε πέρα από ένα σημείο. Οφείλομε λοιπόν να διαμορφώσομε εκείνες τις συνθήκες όπου ο λαός θα ταυτίζεται με το κράτος του. Αυτό το δρόμο τον έχομε ξεκινήσει, αλλά το τέρμα απέχει ακόμα πολύ. Στο χέρι μας είναι να προλάβομε να φτάσομε…

20 Οκτωβρίου, 2020 Posted by | Πολιτική και πολιτισμός | , , , | 2 Σχόλια

Ο ΚΟΙΝΟΣ ΠΑΡΟΝΟΜΑΣΤΗΣ

Το πολιτικό σύστημα στην πατρίδα μας έχει διαμορφώσει συγκεκριμένα εθνομηδενιστικά νεοταξικά χαρακτηριστικά, με αποτέλεσμα οι διαφορές μεταξύ των συστημικών κομμάτων να εστιάζονται σε δευτερεύοντα στοιχεία αντιπαράθεσης και όχι στις κεντρικές αντιθέσεις που διατρέχουν την κοινωνία, την πατρίδα μας και τον κόσμο ολόκληρο.
Θα έλεγε κάποιος ότι είναι κοινός τόπος για τα συστημικά κόμματα στην εξωτερική πολιτική η ανυπαρξία οποιουδήποτε σχεδίου και στρατηγικής, συνδυαζόμενο με τη λειτουργία τους (άρα και του κράτους στο τιμόνι του οποίου διαδέχονται το ένα το άλλο) ως ιμάντων διαβίβασης κι εκτέλεσης πολιτικών υπαγορευόμενων από κέντρα εκτός Ελλάδας. Είναι γνώρισμα όλου του πολιτικού κατεστημένου η αδυναμία χάραξης πολιτικής που να έχει συγκεκριμένους στόχους ταυτιζόμενους με τα συμφέροντα της χώρας, και σχέδιο για την επίτευξή τους λαμβάνοντας υπ’ όψη τις γεωπολιτικές συνθήκες, τις αντιθέσεις μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων και τις συνισταμένες που δημιουργούν αντίρροπες δυνάμεις κρατών και οργανισμών που επηρεάζουν την πατρίδα μας, την περιοχή μας και τον κόσμο.

Από την άλλη, στην οικονομία, κοινός παρονομαστής στο πολιτικό μας σύστημα είναι η αποδοχή του παρασιτισμού, η παραμέληση κάθε δυνατότητας προώθησης της ενδογενούς παραγωγικής ανασυγκρότησης και η έμφαση στις υπηρεσίες, του τουρισμού προεξάρχοντος. Η κρίση του κορωνοϊού απλά υπενθυμίζει πως μια κοινωνία που δεν έχει παραγωγή δε μπορεί να σταθεί στα πόδια της, δε μπορεί να έχει πατρίδα ανεξάρτητη κι αυτεξούσια. Χαρακτηριστική είναι ακόμα η προτεραιότητα σε ένα μοντέλο επιχειρηματικό βασισμένο στη μαύρη ανειδίκευτη εργασία και όχι σε ένα σχέδιο εντάσεως τεχνολογίας που θα είχε έμφαση στην εξειδικευμένη εργασία και στην αξιοποίηση της επινοητικότητας του Έλληνα τεχνίτη σε αλληλεπίδραση με τα τεχνολογικά μας εκπαιδευτικά ιδρύματα. Ακόμα, κοινός τόπος του πολιτικού μας κόσμου είναι το χτύπημα της μικρομεσαίας δομής της ελληνικής οικονομίας (δομή που εκφράζεται σε διεθνή πρωτοτυπία από την ύπαρξη ειδικών επιμελητηρίων, των βιοτεχνικών, ως φορέων εκπροσώπησης αυτών των οικονομικών μονάδων, όπου το κεφάλαιο και η εργασία συμπλέκονται αξεχώριστα). Η μικρομεσαία δομή, βάση του κοινοτικού μοντέλου οργάνωσης της κοινωνίας, χτυπιέται και σύρεται στην εξαφάνιση υπέρ των μεγάλων ομίλων και αλυσίδων, όπου ο εργαζόμενος δεν έχει προσωπικότητα και αποτελεί αναλώσιμο μέγεθος. Χαρακτηριστικό αυτής της προσέγγισης είναι η εμμονή στις ξένες επενδύσεις με παράλληλη υποβάθμιση, αν όχι υπονόμευση, της δυνατότητας συνδυασμού μικρού κεφαλαίου, καινοτομιών και εργασίας που θα μπορούσε να παραγάγει προστιθέμενη αξία και πλούτο εντός της επικράτειας και με εξαγωγικό προσανατολισμό.


Ανεξαρτήτως λοιπόν επί μέρους διαφοροποιήσεων, ο εθνομηδενισμός διαπερνά τον άξονα του πολιτικού σκηνικού, και παραμένει κυρίαρχος ανεξαρτήτως ποιο κόμμα είναι στην εξουσία. Μέσα από αυτόν εκφράζονται κι άλλες παράμετροι της κοινής θεώρησης των πραγμάτων από το πολιτικό κατεστημένο: Το Δημογραφικό και το Λαθρομεταναστευτικό δεν τους απασχολεί γιατί δε συνδέουν την Ελλάδα με τον Ελληνισμό, οπότε μπορεί να αντικατασταθεί ο γηράσκων πληθυσμός από επήλυδες αντί να εκπονηθεί μια στρατηγική ανάκαμψης των γεννήσεων, κοκ.
Μια προτεραιότητά μας σήμερα, είναι να σπάσομε αυτή την κοινή βάση του εθνομηδενισμού που διαπερνά οριζόντια το πολιτικό φάσμα και αποκλείει τις δημοκρατικές πατριωτικές δυνάμεις από το να ακουστούν οι απόψεις τους και να καταστούν μέρος της ημερήσιας διάταξης της πολιτικής συζήτησης. Πολύ περισσότερο που οι απόψεις του δημοκρατικού πατριωτικού χώρου είναι πλειοψηφικές στην κοινωνία, τελευταία δε έχομε δει να επιβάλλουν την άποψή τους στα νησιά του Β. Αιγαίου μέσα από οξύτατη σύγκρουση με την εξουσία και τους κατασταλτικούς μηχανισμούς της, από την οποία βγήκαν νικητές, και στον Έβρο μέσα από την υιοθέτηση από μιαν εθνομηδενιστική κυβέρνηση πολιτικών αποτροπής της Τουρκικής επιθετικότητας. Όμως, είναι σαφές πως δίχως μιαν οργανωμένη πολιτική έκφραση και παρέμβαση στην κεντρική πολιτική σκηνή, αυτές οι απόψεις, πλειοψηφικές στην κοινωνία επαναλαμβάνομε, θα παραμείνουν αποσπασματικές, ανολοκλήρωτες και περιθωριακές.

Χρειάζεται λοιπόν να σπάσει η ομερτά του Εθνομηδενισμού. Και αυτό θα γίνει με όλα τα μέσα που διαθέτομε, μεταξύ άλλων με αποφασιστική παρουσία στο δρόμο, στις γειτονιές και στους χώρους εργασίας, στα νησιά και στα σύνορα, χερσαία και θαλάσσια, και με οργανωτική συγκρότηση και παρέμβαση σε τοπικό και κεντρικό επίπεδο. Οι απόψεις της κοινωνίας εκφράζονται πια δίχως το φόβο της νεοταξικής Ιεράς Εξέτασης, έχουν ξεπεράσει το μπαμπούλα της πολιτικής ορθότητας και αναγκάζουν το εθνοαποδομητικό προσωπικό να τις λάβει υπ’ όψη. Κι αυτό είναι η αρχή της ήττας τους.
Έχομε ήδη ακυρώσει τον αποκλεισμό των απόψεών μας, δηλαδή έχομε πετύχει την παρέμβασή μας στα τεκταινόμενα στην κοινωνία και στους μαζικούς χώρους. Ήδη, κατά τόπους τα οργανωτικά σχήματα και οι δημοτικές κινήσεις που εκφράζουν τον κόσμο αυτόν, έχουν και παρουσία στους χώρους λήψης των αποφάσεων και επηρεάζουν, είτε με τις δυνάμεις τους, είτε και με την ακτινοβολία των απόψεών τους, την πολιτική στην περιφέρειά τους, αναγκάζοντας τους θεσμικούς φορείς να τοποθετηθούν πάνω σε ζητήματα που θα ήθελαν να θάψουν. Αυτό γίνεται με εμφατικό τρόπο στη Χίο, ενώ και στην Κομοτηνή, στη Θεσσαλονίκη, στην Πάτρα και στην Αθήνα ακούγεται η φωνή μας και σε επίπεδο δημοτικού συμβουλίου. Αυτό πρέπει να βαθύνει. Και πρέπει να εκφραστεί και σε κεντρικό πια επίπεδο.


Έτσι λοιπόν, ο κοινός παρονομαστής του εθνομηδενισμού σαν conditio sine qua non του πολιτικού μας σκηνικού ήδη αναιρείται. Οι φωνές που ακούγονται όλο και πιο δυνατά, τον καταργούν από δεδομένο υπόστρωμα της κοινωνικής και πολιτικής συνεννόησης, και ανοίγουν το δρόμο για την ανατροπή του. Ο αγώνας αυτός είναι ολοκληρωτικός· αφορά κάθε δραστηριότητα της κοινωνίας, συμπεριλαμβανομένης της εκπαίδευσης όλων των βαθμίδων και του πολιτισμού. Και βεβαίως, δεν είναι κερδισμένος a priori. Χρειάζεται διαρκές σφυροκόπημα των νεοταξικών θέσεων στην οριζόντια διάταξή τους στο πολιτικό φάσμα. Κι αυτό απαιτεί συγκρούσεις και ρήξεις και με παλιούς αντιπάλους αλλά και με χώρους με τους οποίους μέχρι προχτές (όχι πάντως χτες) υπήρχε μια μίνιμουμ συνεννόηση.

Η ενδυνάμωση της φωνής της κοινωνίας στους χώρους λήψης αποφάσεων είναι μια φυσική συνέπεια της διάστασης που υπάρχει πια μεταξύ του λαού κι αυτών που (παριστάνουν πως) τον εκπροσωπούν. Βρίσκεται στην αρχή της και αυτή τη στιγμή στόχο πρέπει να έχει την επιβολή της πολιτικής και των απόψεών της στο εθνομηδενιστικό προσωπικό που κυβερνά τη χώρα. Πλην όμως, αυτό είναι μόνο το ξεκίνημα. Σε δεύτερο επίπεδο, οι απόψεις αυτές θα πρέπει να εκφράζονται από τους φυσικούς φορείς τους σε όλες τις βαθμίδες της κοινωνικής δραστηριότητας, από τους μαζικούς χώρους μέχρι τη θεσμική εκπροσώπηση. Είναι ευθύνη του χώρου να οργανωθεί και να διεκδικήσει τη μονιμοποίηση της παρουσίας του παντού όπου χαράζεται η πολιτική της χώρας.Αυτός όμως δεν είναι και ο τελικός στόχος. Η επιδίωξη δεν είναι να καταργηθεί ο κοινός παρονομαστής γενικά, αλλά ειδικά αυτός του εθνομηδενισμού. Το να υπάρχει ένα κοινό πεδίο, το οποίο θεωρείται δεδομένο και από κει και πέρα χτίζονται οι αντιπαραθέσεις σε μια χώρα, είναι απαραίτητο. Στην Τουρκία για παράδειγμα, υπάρχει κοινός παρονομαστής, με άλλα βεβαίως χαρακτηριστικά. Εκεί είναι το κρατικό συμφέρον, στην πιο ρατσιστική, ιμπεριαλιστική και δίχως αρχές εκδοχή του. Το σύστημα είναι τόσο προσηλωμένο στις αρχές αυτές, ώστε η αντιπαράθεση γίνεται με όρους πλειοδοσίας στη γραμμή της επεκτατικότητας. Μόνο τελευταία μπόρεσε ένα πολιτικό κόμμα να εκφράσει πληθυσμούς και αξίες διάφορες του τουρκισμού και υφίσταται διώξεις, καθιστάμενο αποσυνάγωγο της Τουρκικής πολιτικής σκηνής και ποινικά καταδιωκτέα τα στελέχη του.

Η έννοια του κοινού παρονομαστή πρέπει να υπάρχει σε ένα κράτος, καθώς αποτελεί το ελάχιστο κοινά αποδεκτό πλαίσιο μέσα στο οποίο ένας λαός οργανώνει τη ζωή του και την πορεία του στο χώρο. Και αυτονόητα πρέπει να συνάδει με τα συμφέροντα του λαού που έχει συγκροτήσει την κρατική υπόσταση που (υποτίθεται ότι) του προσφέρει ένα θεσμικό πλαίσιο μέσα στο οποίο δημιουργεί. Αυτό που χρειάζεται στο τέλος της μακριάς αυτής νύχτας η πατρίδα μας, είναι η αντικατάσταση του εθνομηδενιστικού κοινού παρονομαστή με έναν άλλον, με πατριωτικό δημοκρατικό πρόσημο. Δεν πρέπει δηλαδή απλά να σπάσομε αυτόν που ήδη υπάρχει, τιτάνιο έργο αφ’ εαυτό. Πρέπει τελικά η αντιπαράθεση στην Ελλάδα να καταλήξει να γίνεται στη βάση του ποιος υπηρετεί καλύτερα την πατρίδα κι όχι ποιος είναι η καλύτερη θεραπαινίδα των ξένων κέντρων, πρέπει η αποδοχή να προέρχεται από λαό κι όχι από τις πρεσβείες. Πρέπει να είμαστε σε θέση να επιβάλομε ότι και οι αντίπαλοί μας θα ενστερνίζονται τα πατριωτικά δημοκρατικά ιδεώδη. Πρέπει να επιβληθεί λοιπόν ένας νέος κοινός παρονομαστής.


Η αλλαγή του κοινού τόπου προς μια τέτοια κατεύθυνση σημαίνει ότι η πατρίδα μας, ανεξάρτητα ποιος θα βρίσκεται στην εξουσία, θα ασκεί πολιτική με βάση συγκεκριμένες παραμέτρους που δε θα αλλάζουν με την εναλλαγή των κομμάτων στην εξουσία. Η στρατηγική της θα παραμένει η ίδια, αυτό που θα αλλάζει θα είναι η τακτική που θα οδηγεί στο συγκεκριμένο στόχο. Επομένως δε θα εξαρτάται από την παρουσία ενός εμπνευσμένου ηγέτη που θα χαράζει δρόμο· αντίθετα, το όποιο πολιτικό προσωπικό, εμπνευσμένο ή μη, θα υποχρεώνεται να κινείται σε προδιαγεγραμμένες κατευθύνσεις. Στη γείτονα είναι χαρακτηριστικό ότι αυτό ήδη συμβαίνει ενώ μια πρόσφατη ρήση Τούρκου πολιτικού κατέγραψε πως δεν κάνει ο Ερντογάν ό,τι θέλει την Τουρκία, αλλά η Τουρκία τον Ερντογάν. Αντίστοιχο παράδειγμα από μια προσφιλή λαϊκή αθλητική δραστηριότητα είναι το έχει μια ομάδα το γήπεδό της: δεν εξαρτάται μετά από την ύπαρξη ή μη παραγόντων που θα την τρέξουν. Έχει το γήπεδο σαν υπόστρωμα, δημιουργεί βάσει αυτού, κι ο ικανός παράγοντας χτίζει πάνω σε υπαρκτά θεμέλια, δεν καθίσταται οικοδόμημα ο ίδιος, που μετά την αποχώρησή του θα καταρρεύσει.

Επειδή λοιπόν εμείς έχομε για χρόνια εγκαταλείψει (αν είχαμε ποτέ σαν κεντρικό πολιτικό δόγμα πέρα από αναλαμπές) μια στρατηγική που σα γνώμονα έχει τα συμφέροντα της πατρίδας, πρέπει τώρα να τρέξομε ένα Μαραθώνιο με ρυθμούς σπριντ. Και να μην εφησυχάσομε αν δεν ακουστεί δυνατότερα η φωνή μας. Το σύστημα θα πέσει, μέσα από μια διαρκή επανάσταση σε μικρά και μεγάλα πεδία μάχης, μόνο όταν εξαφανιστεί ο εθνομηδενισμός από την πολιτική αντιπαράθεση, κι αυτό προϋποθέτει την εξαφάνιση του σημερινού πολιτικού κατεστημένου προοπτικά.

18 Ιουνίου, 2020 Posted by | Πολιτική και πολιτισμός | , , , , | Σχολιάστε